γράφω

Ancient Greek

Etymology

From Proto-Hellenic *grəpʰō, from Proto-Indo-European *gerbʰ-. Cognates include Old English ċeorfan (English carve), Old Church Slavonic жрѣбъ (žrěbŭ).

Pronunciation

 

Verb

γρᾰ́φω • (gráphō)

  1. (Homeric) to scratch, cut into
    • 800 BCE – 600 BCE, Homer, Iliad 17.599:
      γράψεν δέ οἱ ὀστέον ἄχρις / αἰχμὴ Πουλυδάμαντος []
      grápsen dé hoi ostéon ákhris / aikhmḕ Pouludámantos []
      and the spearpoint of Polydamas scratched him close to the bone []
  2. to draw, sketch, paint
  3. to write
  4. to write down, propose a law
    • 430 BCE – 354 BCE, Xenophon, Hellenica 1.7.34:
      ταῦτ’ εἰπὼν Εὐρυπτόλεμος ἔγραψε γνώμην κατὰ τὸ Καννωνοῦ ψήφισμα κρίνεσθαι τοὺς ἄνδρας δίχα ἕκαστον.
      taût’ eipṑn Euruptólemos égrapse gnṓmēn katà tò Kannōnoû psḗphisma krínesthai toùs ándras díkha hékaston.
      After saying this, Euryptolemus proposed a resolution that the men be tried under the decree of Cannonus, each one separately.
  5. (middle voice)
    1. (indirect reflexive) write down for oneself, note down
      • 366 BCE – 348 BCE, Plato, Theaetetus 143a:
        Τερψίων   ἀτὰρ τίνες ἦσαν οἱ λόγοι; ἔχοις ἂν διηγήσασθαι;
        Εὐκλείδης   οὐ μὰ τὸν Δία, [] ἀλλ’ ἐγραψάμην μὲν τότ’ εὐθὺς οἴκαδ’ ἐλθὼν ὑπομνήματα [] .
        Terpsíōn   atàr tínes êsan hoi lógoi? ékhois àn diēgḗsasthai?
        Eukleídēs   ou mà tòn Día, [] all’ egrapsámēn mèn tót’ euthùs oíkad’ elthṑn hupomnḗmata [] .
        Terpsion: But what was the talk? Can you repeat it?
        Eucleides: No, by Zeus, but I wrote myself notes as soon as I came home.
    2. to indict, prosecute
      • 330 BCE, Demosthenes, On the Crown 13:
        δεῖ [] ταῖς ἐκ τῶν νόμων τιμωρίαις παρ’ αὐτὰ τἀδικήματα χρῆσθαι, [] εἰ δὲ γράφοντα παράνομα, παρανόμων γραφόμενον
        deî [] taîs ek tôn nómōn timōríais par’ autà tadikḗmata khrêsthai, [] ei dè gráphonta paránoma, paranómōn graphómenon
        he must make use of the legal punishments for these crimes: [] if [I] proposed illegal measures, to indict [me] for breaking the law
      οἱ γραψάμενοι
      hoi grapsámenoi
      the prosecutors
  6. (perfect passive) be written down, be in written form
    • 366 BCE – 348 BCE, Plato, Theaetetus 143a:
      Εὐκλείδης   [] ὥστε μοι σχεδόν τι πᾶς ὁ λόγος γέγραπται.
      Eukleídēs   [] hṓste moi skhedón ti pâs ho lógos gégraptai.
      Eucleides:   [] So I have pretty much the whole conversation written down.

Inflection

Derived terms

  • ἀναγράφω (anagráphō)
  • ἀντεγγράφω (antengráphō)
  • ἀντεπιγράφω (antepigráphō)
  • ἀντιγράφω (antigráphō)
  • ἀντιδιαγράφω (antidiagráphō)
  • ἀντιπαραγράφω (antiparagráphō)
  • ἀπογράφω (apográphō)
  • ἀποδιαγράφω (apodiagráphō)
  • γράβδην (grábdēn)
  • γράμμα (grámma)
  • γραμματεῖον (grammateîon)
  • γραμματικός (grammatikós)
  • γραφεύς (grapheús)
  • γραφή (graphḗ)
  • γραψείω (grapseíō)
  • γρᾰμμή (grammḗ)
  • διαγράφω (diagráphō)
  • ἐγγράφω (engráphō)
  • ἐγκαταγράφω (enkatagráphō)
  • εἰσγράφω (eisgráphō)
  • ἐκγράφω (ekgráphō)
  • ἐμπεριγράφω (emperigráphō)
  • ἐπιγράφω (epigráphō)
  • ἐπιδιαγράφω (epidiagráphō)
  • καθυπογράφω (kathupográphō)
  • καταγράφω (katagráphō)
  • λογογράφος (logográphos)
  • μεταγράφω (metagráphō)
  • μετεγγράφω (metengráphō)
  • μετεπιγράφω (metepigráphō)
  • παραγράφω (paragráphō)
  • παρεγγράφω (parengráphō)
  • παρεπιγράφω (parepigráphō)
  • περιγράφω (perigráphō)
  • ποιγράφω (poigráphō)
  • προαναγράφω (proanagráphō)
  • προγράφω (prográphō)
  • προδιαγράφω (prodiagráphō)
  • προεπιγράφω (proepigráphō)
  • προκαταγράφω (prokatagráphō)
  • προσαναγράφω (prosanagráphō)
  • προσαπογράφω (prosapográphō)
  • προσγρᾰ́φω (prosgráphō)
  • προσδιαγράφω (prosdiagráphō)
  • προσεγγράφω (prosengráphō)
  • προσεπιγράφω (prosepigráphō)
  • προσκαταγράφω (proskatagráphō)
  • προσπαραγράφω (prosparagráphō)
  • προσυπογράφω (prosupográphō)
  • προϋπογράφω (proüpográphō)
  • συγγράφω (sungráphō)
  • συγκαταγράφω (sunkatagráphō)
  • συμπεριγράφω (sumperigráphō)
  • συναναγράφω (sunanagráphō)
  • συνεγγράφω (sunengráphō)
  • συνεπιγράφω (sunepigráphō)
  • συνυπογράφω (sunupográphō)
  • ὑπεργράφω (hupergráphō)
  • ῠ̔πογρᾰ́φω (hupográphō)

Descendants

  • Greek: γράφω (gráfo)
  • Mariupol Greek: гра́фту (hráftu)
  • Italian: graffire

References

Further reading

Greek

Etymology

From Ancient Greek γράφω (gráphō), from Proto-Hellenic *grəpʰō, from Proto-Indo-European *gerbʰ-. For the stems, see Related terms.

Pronunciation

  • IPA(key): /ˈɣra.fo/
  • Hyphenation: γρά‧φω

Verb

γράφω • (gráfo) (past έγραψα, passive γράφομαι)

  1. to write, pen
    Γράφετε βιβλίο;
    Gráfete vivlío?
    Are you writing a book?
  2. to record
  3. to issue a ticket (for traffic violation, etc)

Conjugation

Antonyms

More than 60 compounds with -γράφω or -γραφώ[1] e.g.

From stems:

  • γραφ- [2] (-γραφία, -γράφος, -γράφημα, -γράφηση) e.g.
    • καταγραφικό (katagrafikó, chart recorder, datalogger)
  • γραφσ- > γραψ-
    • εγγράψιμος (engrápsimos, able to be enrolled)
    • γράψιμο n (grápsimo, writing)
  • γραφμ- > γραμμ- [3]
  • γραπτός (graptós, written) and γραπτ- [4]

References

  1. *γραφω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
  2. *γραφ* - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
  3. *γραμμ* - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
  4. *γραπτ* - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.

Italiot Greek

Etymology

From Ancient Greek γράφω (gráphō), from Proto-Hellenic *grəpʰō, from Proto-Indo-European *gerbʰ-.

Pronunciation

  • IPA(key): /ˈɡra.fo/
  • Hyphenation: γρά‧φω

Verb

γράφω (Latin spelling grafo)

  1. (Apulia, Calabrian) to write
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.