παραγράφω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /pa.ɾaˈɣɾa.fo/
- Hyphenation: πα‧ρα‧γρά‧φω
Etymology 1
Learned, from Hellenistic Koine Greek παραγράφω (“change an entry”). Morphologically, from παρα- (“beside”) + γράφω (“write”).
Conjugation
παραγράφω παραγράφομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | παραγράφω | παραγράψω | παραγράφομαι | παραγραφώ, παραγραφτώ |
2 sg | παραγράφεις | παραγράψεις | παραγράφεσαι | παραγραφείς, παραγραφτείς |
3 sg | παραγράφει | παραγράψει | παραγράφεται | παραγραφεί, παραγραφτεί |
1 pl | παραγράφουμε, [‑ομε] | παραγράψουμε, [‑ομε] | παραγραφόμαστε | παραγραφούμε, παραγραφτούμε |
2 pl | παραγράφετε | παραγράψετε | παραγράφεστε, παραγραφόσαστε | παραγραφείτε, παραγραφτείτε |
3 pl | παραγράφουν(ε) | παραγράψουν(ε) | παραγράφονται | παραγραφούν(ε), παραγραφτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | παρέγραφα | παρέγραψα | παραγραφόμουν | παραγράφηκα, παραγράφτηκα, [{παρεγράφην}]1 |
2 sg | παρέγραφες | παρέγραψες | παραγραφόσουν | παραγράφηκες, παραγράφτηκες, [{παρεγράφης}] |
3 sg | παρέγραφε | παρέγραψε | παραγραφόταν | παραγράφηκε, παραγράφτηκε, {παρεγράφη} |
1 pl | παραγράφαμε | παραγράψαμε | παραγραφόμασταν, (‑όμαστε) | παραγραφήκαμε, παραγραφτήκαμε, [{παρεγράφημεν}] |
2 pl | παραγράφατε | παραγράψατε | παραγραφόσασταν, (‑όσαστε) | παραγραφήκατε, παραγραφτήκατε,[{παρεγράφητε}] |
3 pl | παρέγραφαν, παραγράφαν(ε) | παρέγραψαν, παραγράψαν(ε) | παραγράφονταν | παραγράφηκαν, παραγραφήκαν(ε), παραγράφτηκαν, παραγραφτήκαν(ε), {παρεγράφησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα παραγράφω ➤ | θα παραγράψω ➤ | θα παραγράφομαι ➤ | θα παραγραφώ / παραγραφτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα παραγράφεις, … | θα παραγράψεις, … | θα παραγράφεσαι, … | θα παραγραφείς / παραγραφτείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … παραγράψει έχω, έχεις, … παραγεγραμμένο, ‑η, ‑ο / παραγραμμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … παραγραφεί / παραγραφτεί είμαι, είσαι, … παραγεγραμμένος, ‑η, ‑ο / παραγραμμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … παραγράψει είχα, είχες, … παραγεγραμμένο, ‑η, ‑ο / παραγραμμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … παραγραφεί / παραγραφτεί ήμουν, ήσουν, … παραγεγραμμένος, ‑η, ‑ο / παραγραμμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … παραγράψει θα έχω, θα έχεις, … παραγεγραμμένο, ‑η, ‑ο / παραγραμμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … παραγραφεί / παραγραφτεί θα είμαι, θα είσαι, … παραγεγραμμένος, ‑η, ‑ο / παραγραμμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | παράγραφε | παράγραψε | — | παραγράψου |
2 pl | παραγράφετε | παραγράψτε | παραγράφεστε | παραγραφείτε, παραγραφτείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | παραγράφοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας παραγράψει ➤ | {παραγεγραμμένος, ‑η, ‑o} (παραγραμμένος, ‑η, ‑o) also: past participle {παραγραφείς, ‑είσα, ‑έν} ➤ | ||
Nonfinite form➤ | παραγράψει | παραγραφεί, παραγραφτεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Formal passsive forms, as in the ancient aorist παρεγράφην from the conjugation of παραγράφω. In Modern Greek, used in the 3rd persons (all persons included here, for reference). • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- απαράγραπτος (aparágraptos)
- παραγραφή f (paragrafí, “striking out”) (law)
- παράγραφος f (parágrafos, “paragraph”)
participles: (law)
- παραγραμμένος (paragramménos, “which has been struck out”, of passive perfect) (colloquial) and see Etymology 2
- παραγεγραμμένος (paragegramménos, “which has been struck out”, of passive perfect) (formal with reduplication)
- παραγραφείς (paragrafeís, “which was struck out”, of passive past) (very formal)
- feminine: παραγραφείσα (paragrafeísa) (Polytonic spelling: παραγραφεῖσα), neuter: παραγραφέν (paragrafén)
Verb
παραγράφω • (paragráfo) (past παράγραψα/παραέγραψα, passive παραγράφομαι)
- to write too much
- to write for too long (expresses fatigue)
- to exaggerate, overstate when writing
Conjugation
παραγράφω παραγράφομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | παραγράφω | παραγράψω | παραγράφομαι | παραγραφτώ |
2 sg | παραγράφεις | παραγράψεις | παραγράφεσαι | παραγραφτείς |
3 sg | παραγράφει | παραγράψει | παραγράφεται | παραγραφτεί |
1 pl | παραγράφουμε, [‑ομε] | παραγράψουμε, [‑ομε] | παραγραφόμαστε | παραγραφτούμε |
2 pl | παραγράφετε | παραγράψετε | παραγράφεστε, παραγραφόσαστε | παραγραφτείτε |
3 pl | παραγράφουν(ε) | παραγράψουν(ε) | παραγράφονται | παραγραφτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | παράγραφα, παραέγραφα | παράγραψα, παραέγραψα | παραγραφόμουν(α) | παραγράφτηκα |
2 sg | παράγραφες, παραέγραφες | παράγραψες, παραέγραψες | παραγραφόσουν(α) | παραγράφτηκες |
3 sg | παράγραφε, παραέγραφε | παράγραψε, παραέγραψε | παραγραφόταν(ε) | παραγράφτηκε |
1 pl | παραγράφαμε | παραγράψαμε | παραγραφόμασταν, (‑όμαστε) | παραγραφτήκαμε |
2 pl | παραγράφατε | παραγράψατε | παραγραφόσασταν, (‑όσαστε) | παραγραφτήκατε |
3 pl | παράγραφαν, παραγράφαν(ε), παραέγραφαν | παράγραψαν, παραγράψαν(ε), παραέγραψαν | παραγράφονταν, (παραγραφόντουσαν) | παραγράφτηκαν, παραγραφτήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα παραγράφω ➤ | θα παραγράψω ➤ | θα παραγράφομαι ➤ | θα παραγραφτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα παραγράφεις, … | θα παραγράψεις, … | θα παραγράφεσαι, … | θα παραγραφτείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … παραγράψει έχω, έχεις, … παραγραμμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … παραγραφτεί είμαι, είσαι, … παραγραμμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … παραγράψει είχα, είχες, … παραγραμμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … παραγραφτεί ήμουν, ήσουν, … παραγραμμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … παραγράψει θα έχω, θα έχεις, … παραγραμμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … παραγραφτεί θα είμαι, θα είσαι, … παραγραμμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | παραγράφε | παραγράψε, παραγράφτε | — | παραγράψου |
2 pl | παραγράφετε | παραγράψτε | παραγράφεστε | παραγραφτείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | παραγράφοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας παραγράψει ➤ | παραγραμμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | παραγράψει | παραγραφτεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- παραγραμμένος (paragramménos, “written in too many words; exaggerated”, participle) and see Etymology 1
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.