στηρίζω
Greek
Etymology
Inherited from Ancient Greek στηρίζω (stērízō).
Pronunciation
- IPA(key): /stiˈɾi.zo/
- Hyphenation: στη‧ρί‧ζω
Verb
στηρίζω • (stirízo) (past στήριξα, passive στηρίζομαι, p‑past στηρίχτηκα/στηρίχθηκα, ppp στηριγμένος)
Conjugation
στηρίζω στηρίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | στηρίζω | στηρίξω | στηρίζομαι | στηριχτώ, στηριχθώ |
2 sg | στηρίζεις | στηρίξεις | στηρίζεσαι | στηριχτείς, στηριχθείς |
3 sg | στηρίζει | στηρίξει | στηρίζεται | στηριχτεί, στηριχθεί |
1 pl | στηρίζουμε, [‑ομε] | στηρίξουμε, [‑ομε] | στηριζόμαστε | στηριχτούμε, στηριχθούμε |
2 pl | στηρίζετε | στηρίξετε | στηρίζεστε, στηριζόσαστε | στηριχτείτε, στηριχθείτε |
3 pl | στηρίζουν(ε) | στηρίξουν(ε) | στηρίζονται | στηριχτούν(ε), στηριχθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | στήριζα | στήριξα | στηριζόμουν(α) | στηρίχτηκα, στηρίχθηκα |
2 sg | στήριζες | στήριξες | στηριζόσουν(α) | στηρίχτηκες, στηρίχθηκες |
3 sg | στήριζε | στήριξε | στηριζόταν(ε) | στηρίχτηκε, στηρίχθηκε |
1 pl | στηρίζαμε | στηρίξαμε | στηριζόμασταν, (‑όμαστε) | στηριχτήκαμε, στηριχθήκαμε |
2 pl | στηρίζατε | στηρίξατε | στηριζόσασταν, (‑όσαστε) | στηριχτήκατε, στηριχθήκατε |
3 pl | στήριζαν, στηρίζαν(ε) | στήριξαν, στηρίξαν(ε) | στηρίζονταν, (στηριζόντουσαν) | στηρίχτηκαν, στηριχτήκαν(ε), στηρίχθηκαν, στηριχθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα στηρίζω ➤ | θα στηρίξω ➤ | θα στηρίζομαι ➤ | θα στηριχτώ / στηριχθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα στηρίζεις, … | θα στηρίξεις, … | θα στηρίζεσαι, … | θα στηριχτείς / στηριχθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … στηρίξει έχω, έχεις, … στηριγμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … στηριχτεί / στηριχθεί είμαι, είσαι, … στηριγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … στηρίξει είχα, είχες, … στηριγμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … στηριχτεί / στηριχθεί ήμουν, ήσουν, … στηριγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … στηρίξει θα έχω, θα έχεις, … στηριγμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … στηριχτεί / στηριχθεί θα είμαι, θα είσαι, … στηριγμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | στήριζε | στήριξε, στήριχ' 1 | — | στηρίξου |
2 pl | στηρίζετε | στηρίξτε, στηρίχτε2 | στηρίζεστε | στηριχτείτε, στηριχθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | στηρίζοντας ➤ | στηριζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας στηρίξει ➤ | στηριγμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | στηρίξει | στηριχτεί, στηριχθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. στήριχ' το ("support it!"). 2. Colloquial. • Passive forms with χθ- like στηρίχθηκα (stiríchthika) are older and more formal than forms with χτ- like στηρίχτηκα (stiríchtika). • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αλληλοστηρίζονται (allilostirízontai, “hold, support each other”)
- αλληλοϋποστηριζόμενος (alliloÿpostirizómenos, “supporting each other”, participle)
- αλληλοϋποστηρίζοναι (alliloÿpostirízonai, “support each other”)
- αντιστήριγμα n (antistírigma)
- αντιστηρίζω (antistirízo, “to prop up”)
- αστήρικτος (astíriktos, “unsupported”)
- αστήριχτος (astírichtos, “unsupported”)
- στηριγμένος (stirigménos, “supported”, participle)
- στήριξη f (stírixi, “support”)
- υποστηρίζω (ypostirízo, “to support”)
- υποστηρικτής m (ypostiriktís, “support”)
Further reading
- στηρίζω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.