αντιστήριγμα
Greek
Noun
αντιστήριγμα • (antistírigma) n (plural αντιστηρίγματα)
Declension
declension of αντιστήριγμα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αντιστήριγμα • | αντιστηρίγματα • |
genitive | αντιστηρίγματος • | αντιστηριγμάτων • |
accusative | αντιστήριγμα • | αντιστηρίγματα • |
vocative | αντιστήριγμα • | αντιστηρίγματα • |
Related terms
- and see: στήριγμα n (stírigma, “prop”)
- αντιστηρίζω (antistirízo, “to prop, to buttress”)
- αντιστήριξη f (antistírixi, “propping, buttressing”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.