υποστηρικτής
Greek
Alternative forms
- υποστηριχτής (ypostirichtís)
Etymology
From υποστηρίζω (ypostirízo) + -τής (-tís).
Noun
υποστηρικτής • (ypostiriktís) m (plural υποστηρικτές, feminine υποστηρίκτρια)
Declension
declension of υποστηρικτής
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | υποστηρικτής • | υποστηρικτές • |
genitive | υποστηρικτή • | υποστηρικτών • |
accusative | υποστηρικτή • | υποστηρικτές • |
vocative | υποστηρικτή • | υποστηρικτές • |
Further reading
- υποστηρικτής - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- υποστηρικτής on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.