μέλας

See also: μελάς and Μέλας

Ancient Greek

Alternative forms

Etymology

From Proto-Hellenic *mélās, from Proto-Indo-European *melh₂-.

The feminine -αινα (-aina) originates from *-ih₂; see -ια (-ia) Cognates include Sanskrit मल (mala, dirt, filth, dust), Latvian melns, Old Prussian melne and Lithuanian mėlynas (which changed the meaning to "blue").

Pronunciation

 

Adjective

μέλᾱς • (mélās) m (feminine μέλαινᾰ, neuter μέλᾰν); first/third declension

  1. dark in color; sometimes so dark as to lack color, black
    • 800 BCE – 600 BCE, Homer, Odyssey 5.262:
      ἐν δέ οἱ ἀσκὸν ἔθηκε θεᾱ̀ μέλανος (ϝ)οἴνοιο
      en dé hoi askòn éthēke theā̀ mélanos (w)oínoio
      On [the raft] the goddess put a skin of dark wine.
  2. (figuratively) evil, black, dark
    • 800 BCE – 600 BCE, Homer, Iliad 2.834:
      τὼ δέ οἱ οὔ τι πειθέσθην· κῆρες γὰρ ἄγον μέλανος θανάτοιο
      tṑ dé hoi oú ti peithésthēn; kêres gàr ágon mélanos thanátoio
      But the two did not listen at all, for the fates of black death were leading them on.
  3. (figuratively) dark, obscure
  4. (of the voice) indistinct
  5. (medicine) causing black secretions

Inflection

Synonyms

Derived terms

  • ἀμφιμέλας (amphimélas)
  • ἀρκομέλας (arkomélas)
  • ἐπιμέλας (epimélas)
  • ἐρυθρομέλας (eruthromélas)
  • εὐμέλανος (eumélanos)
  • ζμυρνόμελαν (zmurnómelan)
  • λευκομέλᾱς (leukomélās)
  • μελάγγαιος (melángaios)
  • μελαγγραφής (melangraphḗs)
  • μελάγκαρπος (melánkarpos)
  • μελαγκέρως (melankérōs)
  • μελαγκευθής (melankeuthḗs)
  • μελάγκολπος (melánkolpos)
  • μελαγκόμης (melankómēs)
  • μελαγκόρυφος (melankóruphos)
  • μελάγκουρος (melánkouros)
  • μελάγκραιρα (melánkraira)
  • μελαγκράνινος (melankráninos)
  • μελαγκρανίς (melankranís)
  • μελαγκρήπις (melankrḗpis)
  • μελάγκροκος (melánkrokos)
  • μελάγκωπος (melánkōpos)
  • μελαγχαίτης (melankhaítēs)
  • μελάγχιμος (melánkhimos)
  • μελαγχίτων (melankhítōn)
  • μελάγχλαινος (melánkhlainos)
  • μελάγχλωρος (melánkhlōros)
  • μελαγχολάω (melankholáō)
  • μελάγχροος (melánkhroos)
  • μελαινάς (melainás)
  • μελαινίς (melainís)
  • μελαίνω (melaínō)
  • μελαμβαθής (melambathḗs)
  • μελαμβαφής (melambaphḗs)
  • μελάμβιος (melámbios)
  • μελάμβοος (melámboos)
  • μελαμβόρειος (melambóreios)
  • μελάμβροτος (melámbrotos)
  • μελάμβωλος (melámbōlos)
  • μελαμπαγής (melampagḗs)
  • μελάμπεπλος (melámpeplos)
  • μελαμπέταλος (melampétalos)
  • μελάμπετρος (melámpetros)
  • μελαμπόρφυρος (melampórphuros)
  • μελάμπους (melámpous)
  • μελαμπράσιον (melamprásion)
  • μελάμπρῳρος (melámprōiros)
  • μελάμπυγος (melámpugos)
  • μελάμπυρον (melámpuron)
  • μελαμφαής (melamphaḗs)
  • μελαμφαρής (melampharḗs)
  • μελάμφυλλος (melámphullos)
  • μελάμφωνος (melámphōnos)
  • μελαμψήφις (melampsḗphis)
  • μελαμψίθιος (melampsíthios)
  • μελάμψωρος (melámpsōros)
  • μέλαν (mélan)
  • μελανάετος (melanáetos)
  • μελαναθήρ (melanathḗr)
  • μελάναιγις (melánaigis)
  • μελαναίων (melanaíōn)
  • μελαναυγής (melanaugḗs)
  • μελάνδετος (melándetos)
  • μελανδίνης (melandínēs)
  • μελανδόκος (melandókos)
  • μελάνδρυον (melándruon)
  • μελάνδρυος (melándruos)
  • μελάνδρυς (melándrus)
  • μελανειδέω (melaneidéō)
  • μελανείμων (melaneímōn)
  • μελανέω (melanéō)
  • μελάνζοφος (melánzophos)
  • μελανηφόρος (melanēphóros)
  • μελανθέα (melanthéa)
  • μελανθής (melanthḗs)
  • μελάνθιον (melánthion)
  • Μελάνθιος (Melánthios)
  • Μέλανθος (Mélanthos)
  • μελανία (melanía)
  • μελανίζω (melanízō)
  • μελάνιον (melánion)
  • Μελανίππη (Melaníppē)
  • μελάνιππος (melánippos)
  • μελανίχροος (melaníkhroos)
  • μελανόγραμμος (melanógrammos)
  • μελανοδέρματος (melanodérmatos)
  • μελανοδοχεῖον (melanodokheîon)
  • μελανοειδής (melanoeidḗs)
  • μελάνοζυξ (melánozux)
  • μελανοκάρδιος (melanokárdios)
  • μελανόκολπος (melanókolpos)
  • μελανόμαλλος (melanómallos)
  • μελανόμματος (melanómmatos)
  • μελανονεκυοείμων (melanonekuoeímōn)
  • μελανονεφής (melanonephḗs)
  • μελανόομαι (melanóomai)
  • μελανοπλόκαμος (melanoplókamos)
  • μελανόπτερος (melanópteros)
  • μελανοπτέρυξ (melanoptérux)
  • μελανόπωλος (melanópōlos)
  • μελανορράβδωτος (melanorrhábdōtos)
  • μελανόρριζον (melanórrhizon)
  • μελανός (melanós)
  • μελανοσπαλάκισσα (melanospalákissa)
  • μελάνοσσος (melánossos)
  • μελανόστερφος (melanósterphos)
  • μελανόστικτος (melanóstiktos)
  • μελανόστολος (melanóstolos)
  • μελάνοστος (melánostos)
  • μελανοσυρμαῖος (melanosurmaîos)
  • μελανότης (melanótēs)
  • μελάνουρος (melánouros)
  • μελανόφαιος (melanóphaios)
  • μελανόφθαλμος (melanóphthalmos)
  • μελανόφλεψ (melanóphleps)
  • μελανοφορέω (melanophoréō)
  • μελανοφόρος (melanophóros)
  • μελάνοφρυς (melánophrus)
  • μέλανσις (mélansis)
  • μελάνσπερμον (melánspermon)
  • μελάνστερνος (melánsternos)
  • μελαντελχής (melantelkhḗs)
  • μελαντηρία (melantēría)
  • μελαντήριον (melantḗrion)
  • μελαντραγής (melantragḗs)
  • μελάνυδρος (melánudros)
  • μελάνω (melánō)
  • μελανώδης (melanṓdēs)
  • μελανῶπις (melanôpis)
  • μελάρρινος (melárrhinos)
  • Μέλας (Mélas)
  • μέλασμα (mélasma)
  • μελασμός (melasmós)
  • μελᾰ́νθρῐξ (melánthrix)
  • μεσομέλας (mesomélas)
  • ὁλομέλας (holomélas)
  • παμμέλας (pammélas)
  • περιμέλας (perimélas)
  • ῥυπαρομέλας (rhuparomélas)
  • ὑπομέλας (hupomélas)
  • χλωρομέλας (khlōromélas)
  • ὠχρομέλας (ōkhromélas)

Descendants

  • Greek: μελανός (melanós)
  • English: mela-, melano-, melas

See also

Colors in Ancient Greek · χρώμᾰτᾰ (khrṓmata) (layout · text)
     λευκός (leukós)      γλαυκός (glaukós), κῐλλός (killós), πολῐός (poliós), φαιός (phaiós), χαροπός (kharopós)      ᾰ̓μαυρός (amaurós), κελαινός (kelainós), μαυρός (maurós), μέλᾱς (mélās)
             ἐρῠθρός (eruthrós); κᾰρῡ́κῐνος (karū́kinos), κόκκῐνος (kókkinos), φοινός (phoinós)              πυρρός (purrhós); ὄρφνῐνος (órphninos)              μήλινος (mḗlinos), ξᾰνθός (xanthós); ὠχρός (ōkhrós)
             πρᾰ́σῐνος (prásinos)              χλωρός (khlōrós)              χλωρός (khlōrós); χλωρομέλᾱς (khlōromélās)
             κῠᾰ́νεος (kuáneos); γλαυκός (glaukós), κᾰλάϊνος (kaláïnos)              κῠᾰ́νεος (kuáneos)              κῠᾰ́νεος (kuáneos), ὑᾰκῐ́νθῐνος (huakínthinos)
             ἰόεις (ióeis), φοινῑ́κεος (phoinī́keos); ᾰ̔λουργής (halourgḗs), πορφῠ́ρεος (porphúreos), οἶνοψ (oînops)              φοινῑ́κεος (phoinī́keos); ᾰ̔λουργής (halourgḗs), πορφῠ́ρεος (porphúreos)              ῥόδινος (rhódinos), ῥοδόεις (rhodóeis)

References

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.