κατουράω
Greek
Alternative forms
- κατουρώ (katouró) (less frequent)
Etymology
From κατουρ(ώ) (katour(ó)) + -άω (-áo), from Ancient Greek κατουρῶ (katourô), contracted form of κατουρέω (katouréō). Equivalent to κατ- (kat-, “down, downwards”) + ουρώ (ouró, “to urinate”).
Pronunciation
- IPA(key): /ka.tuˈɾa.o/
- Hyphenation: κα‧του‧ρά‧ω
Verb
κατουράω • (katouráo) / κατουρώ (past κατούρησα, passive κατουριέμαι, p‑past κατουρήθηκα, ppp κατουρημένος)
- (intransitive, colloquial, familiar) to pee, wee, piddle, piss (expel urine)
- Έχετε τουαλέτα; Πρέπει να κατουρήσω.
- Échete toualéta? Prépei na katouríso.
- Do you have a toilet? I need to pee.
- Το σκυλί κατούρησε πάλι στα λουλούδια.
- To skylí katoúrise páli sta louloúdia.
- The dog peed on the flowers again.
- (transitive, colloquial, familiar) to pee on, wee on, piss on (soil something or someone with urine)
- Το μωρό με κατούρησε καθώς του άλλαζα την πάνα.
- To moró me katoúrise kathós tou állaza tin pána.
- The baby peed on me as I was changing his nappy.
- (transitive, figuratively) to disregard, scorn, forget (show complete and utter contempt for)
- Τι ασχολείσαι μαζί του; Κατούρα τον.
- Ti ascholeísai mazí tou? Katoúra ton.
- Why are you bothering with him? Forget him.
- (transitive, figuratively, imperative only) to leave alone, leave in peace (stop bothering)
- Σε παρακαλώ φίλε μου, κατούρα μας.
- Se parakaló fíle mou, katoúra mas.
- Please, pal, leave us alone.
Conjugation
κατουράω / κατουρώ, κατουριέμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | κατουράω, κατουρώ | κατουρήσω | κατουριέμαι | κατουρηθώ |
2 sg | κατουράς | κατουρήσεις | κατουριέσαι | κατουρηθείς |
3 sg | κατουράει, κατουρά | κατουρήσει | κατουριέται | κατουρηθεί |
1 pl | κατουράμε, κατουρούμε | κατουρήσουμε, [‑ομε] | κατουριόμαστε | κατουρηθούμε |
2 pl | κατουράτε | κατουρήσετε | κατουριέστε, (‑ιόσαστε) | κατουρηθείτε |
3 pl | κατουράνε, κατουράν, κατουρούν(ε) | κατουρήσουν(ε) | κατουριούνται, (‑ιόνται) | κατουρηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | κατουρούσα, κατούραγα | κατούρησα | κατουριόμουν(α) | κατουρήθηκα |
2 sg | κατουρούσες, κατούραγες | κατούρησες | κατουριόσουν(α) | κατουρήθηκες |
3 sg | κατουρούσε, κατούραγε | κατούρησε | κατουριόταν(ε) | κατουρήθηκε |
1 pl | κατουρούσαμε, κατουράγαμε | κατουρήσαμε | κατουριόμασταν, (‑ιόμαστε) | κατουρηθήκαμε |
2 pl | κατουρούσατε, κατουράγατε | κατουρήσατε | κατουριόσασταν, (‑ιόσαστε) | κατουρηθήκατε |
3 pl | κατουρούσαν(ε), κατούραγαν, (κατουράγανε) | κατούρησαν, κατουρήσαν(ε) | κατουριόνταν(ε), κατουριόντουσαν, κατουριούνταν | κατουρήθηκαν, κατουρηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα κατουράω, θα κατουρώ ➤ | θα κατουρήσω ➤ | θα κατουριέμαι ➤ | θα κατουρηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα κατουράς, … | θα κατουρήσεις, … | θα κατουριέσαι, … | θα κατουρηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … κατουρήσει έχω, έχεις, … κατουρημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … κατουρηθεί είμαι, είσαι, … κατουρημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … κατουρήσει είχα, είχες, … κατουρημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … κατουρηθεί ήμουν, ήσουν, … κατουρημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … κατουρήσει θα έχω, θα έχεις, … κατουρημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … κατουρηθεί θα είμαι, θα είσαι, … κατουρημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | κατούρα, κατούραγε | κατούρησε, κατούρα | — | κατουρήσου |
2 pl | κατουράτε | κατουρήστε | κατουριέστε | κατουρηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | κατουρώντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας κατουρήσει ➤ | κατουρημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | κατουρήσει | κατουρηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- στο πηγάδι κατούρησα (sto pigádi katoúrisa, “did I offend someone”)
Related terms
- ακατούρητος (akatoúritos)
- κατούρημα n (katoúrima)
- κατουρλής (katourlís), κατρουλής (katroulís)
- κατουρλιό n (katourlió), κατρουλιό n (katroulió)
- κάτουρο n (kátouro)
- κατουρημένος (katouriménos, participle)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.