κατουρημένος
Greek
Etymology
Perfect participle of κατουριέμαι (katouriémai), passive voice of κατουράω, κατουρώ (“piss”).
Pronunciation
- IPA(key): /ka.tu.ɾiˈme.nos/
- Hyphenation: κα‧του‧ρη‧μέ‧νος
Participle
κατουρημένος • (katouriménos) m (feminine κατουρημένη, neuter κατουρημένο)
Declension
Declension of κατουρημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κατουρημένος • | κατουρημένη • | κατουρημένο • | κατουρημένοι • | κατουρημένες • | κατουρημένα • |
genitive | κατουρημένου • | κατουρημένης • | κατουρημένου • | κατουρημένων • | κατουρημένων • | κατουρημένων • |
accusative | κατουρημένο • | κατουρημένη • | κατουρημένο • | κατουρημένους • | κατουρημένες • | κατουρημένα • |
vocative | κατουρημένε • | κατουρημένη • | κατουρημένο • | κατουρημένοι • | κατουρημένες • | κατουρημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κατουρημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κατουρημένος, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.