απλός
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἁπλοῦς (haploûs).
Pronunciation
- IPA(key): [aˈplɔs]
- Homophone: απλώς (aplós)
Adjective
απλός • (aplós) m (feminine απλή, neuter απλό)
- plain, simple, uncomplicated
- απλό νερό ― apló neró ― still water
- η απλή ζωή ― i aplí zoḯ ― the simple life
- plain, unadorned
- Synonyms: αποίκιλτος (apoíkiltos), απλούμιστος (aploúmistos), ακόσμητος (akósmitos)
- single, one-way
- απλό εισιτήριο ― apló eisitírio ― one-way ticket
- naive
- Synonym: απλοϊκός (aploïkós)
Declension
Declension of απλός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απλός • | απλή • | απλό • | απλοί • | απλές • | απλά • |
genitive | απλού • | απλής • | απλού • | απλών • | απλών • | απλών • |
accusative | απλό • | απλή • | απλό • | απλούς • | απλές • | απλά • |
vocative | απλέ • | απλή • | απλό • | απλοί • | απλές • | απλά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απλός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απλός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απλούστερος • | απλούστερη • | απλούστερο • | απλούστεροι • | απλούστερες • | απλούστερα • |
genitive | απλούστερου • | απλούστερης • | απλούστερου • | απλούστερων • | απλούστερων • | απλούστερων • |
accusative | απλούστερο • | απλούστερη • | απλούστερο • | απλούστερους • | απλούστερες • | απλούστερα • |
vocative | απλούστερε • | απλούστερη • | απλούστερο • | απλούστεροι • | απλούστερες • | απλούστερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο απλούστερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απλούστατος • | απλούστατη • | απλούστατο • | απλούστατοι • | απλούστατες • | απλούστατα • |
genitive | απλούστατου • | απλούστατης • | απλούστατου • | απλούστατων • | απλούστατων • | απλούστατων • |
accusative | απλούστατο • | απλούστατη • | απλούστατο • | απλούστατους • | απλούστατες • | απλούστατα • |
vocative | απλούστατε • | απλούστατη • | απλούστατο • | απλούστατοι • | απλούστατες • | απλούστατα • |
Derived terms
- απλά (aplá, “simply”)
- απλό εισιτήριο n (apló eisitírio, “one-way ticket, single”)
- απλοϊκός (aploïkós, “simple-minded”)
- απλοϊκότητα f (aploïkótita, “simple-mindedness”)
- απλοποίηση f (aplopoíisi, “simplification”)
- απλοποιώ (aplopoió, “I simplify”)
- απλότητα f (aplótita, “simplicity”)
- απλούστατα (aploústata, “simply”)
- απλούστευση f (aploústefsi, “simplification”)
- απλουστεύω (aploustévo, “I simplify”)
- απλώς (aplós, “simply”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.