απλοποίηση
Greek
Noun
απλοποίηση • (aplopoíisi) f (plural απλοποιήσεις)
- simplification
- Synonym: απλούστευση (aploústefsi)
Declension
declension of απλοποίηση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | απλοποίηση • | απλοποιήσεις • | |
genitive | απλοποίησης • | απλοποιήσεων • | |
accusative | απλοποίηση • | απλοποιήσεις • | |
vocative | απλοποίηση • | απλοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: απλοποιήσεως • |
Related terms
- see: απλός (aplós, “plain, simple”, adjective)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.