ακόσμητος
Greek
Adjective
ακόσμητος • (akósmitos) m (feminine ακόσμητη, neuter ακόσμητο)
- plain, simple, unadorned
- Synonyms: απλός (aplós), αποίκιλτος (apoíkiltos), απλούμιστος (aploúmistos)
Declension
Declension of ακόσμητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ακόσμητος • | ακόσμητη • | ακόσμητο • | ακόσμητοι • | ακόσμητες • | ακόσμητα • |
genitive | ακόσμητου • | ακόσμητης • | ακόσμητου • | ακόσμητων • | ακόσμητων • | ακόσμητων • |
accusative | ακόσμητο • | ακόσμητη • | ακόσμητο • | ακόσμητους • | ακόσμητες • | ακόσμητα • |
vocative | ακόσμητε • | ακόσμητη • | ακόσμητο • | ακόσμητοι • | ακόσμητες • | ακόσμητα • |
Synonyms
- (plain): απλός (aplós)
- (unadorned): αστόλιστος (astólistos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.