αναπληρώνω
Greek
Verb
αναπληρώνω • (anapliróno) (past αναπλήρωσα, passive αναπληρώνομαι)
- to substitute, replace
- to compensate for, take the place of
- Πρέπει ν’ αναπληρώσουμε το χαμένο καιρό. ― Prépei n’ anaplirósoume to chaméno kairó. ― We must make up for lost time.
Conjugation
αναπληρώνω αναπληρώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αναπληρώνω | αναπληρώσω | αναπληρώνομαι | αναπληρωθώ |
2 sg | αναπληρώνεις | αναπληρώσεις | αναπληρώνεσαι | αναπληρωθείς |
3 sg | αναπληρώνει | αναπληρώσει | αναπληρώνεται | αναπληρωθεί |
1 pl | αναπληρώνουμε, [‑ομε] | αναπληρώσουμε, [‑ομε] | αναπληρωνόμαστε | αναπληρωθούμε |
2 pl | αναπληρώνετε | αναπληρώσετε | αναπληρώνεστε, αναπληρωνόσαστε | αναπληρωθείτε |
3 pl | αναπληρώνουν(ε) | αναπληρώσουν(ε) | αναπληρώνονται | αναπληρωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αναπλήρωνα | αναπλήρωσα | αναπληρωνόμουν(α) | αναπληρώθηκα |
2 sg | αναπλήρωνες | αναπλήρωσες | αναπληρωνόσουν(α) | αναπληρώθηκες |
3 sg | αναπλήρωνε | αναπλήρωσε | αναπληρωνόταν(ε) | αναπληρώθηκε |
1 pl | αναπληρώναμε | αναπληρώσαμε | αναπληρωνόμασταν, (‑όμαστε) | αναπληρωθήκαμε |
2 pl | αναπληρώνατε | αναπληρώσατε | αναπληρωνόσασταν, (‑όσαστε) | αναπληρωθήκατε |
3 pl | αναπλήρωναν, αναπληρώναν(ε) | αναπλήρωσαν, αναπληρώσαν(ε) | αναπληρώνονταν, (αναπληρωνόντουσαν) | αναπληρώθηκαν, αναπληρωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αναπληρώνω ➤ | θα αναπληρώσω ➤ | θα αναπληρώνομαι ➤ | θα αναπληρωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αναπληρώνεις, … | θα αναπληρώσεις, … | θα αναπληρώνεσαι, … | θα αναπληρωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αναπληρώσει έχω, έχεις, … αναπληρωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αναπληρωθεί είμαι, είσαι, … αναπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αναπληρώσει είχα, είχες, … αναπληρωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αναπληρωθεί ήμουν, ήσουν, … αναπληρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αναπληρώσει θα έχω, θα έχεις, … αναπληρωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αναπληρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αναπληρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αναπλήρωνε | αναπλήρωσε | — | αναπληρώσου |
2 pl | αναπληρώνετε | αναπληρώστε | αναπληρώνεστε | αναπληρωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αναπληρώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αναπληρώσει ➤ | αναπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αναπληρώσει | αναπληρωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αναπλήρωμα f (anaplíroma, “replacement”) (action/effect)
- αναπληρωματικός (anapliromatikós, “reserve, alternate”)
- αναπλήρωση f (anaplírosi, “replacement”) (action/effect)
- αναπληρωτής m (anaplirotís, “replacement”) (person/object)
- πληρώνω (pliróno, “to pay”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.