αναπληρωματικός
Greek
Adjective
αναπληρωματικός • (anapliromatikós) m (feminine αναπληρωματική, neuter αναπληρωματικό)
Declension
Declension of αναπληρωματικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναπληρωματικός • | αναπληρωματική • | αναπληρωματικό • | αναπληρωματικοί • | αναπληρωματικές • | αναπληρωματικά • |
genitive | αναπληρωματικού • | αναπληρωματικής • | αναπληρωματικού • | αναπληρωματικών • | αναπληρωματικών • | αναπληρωματικών • |
accusative | αναπληρωματικό • | αναπληρωματική • | αναπληρωματικό • | αναπληρωματικούς • | αναπληρωματικές • | αναπληρωματικά • |
vocative | αναπληρωματικέ • | αναπληρωματική • | αναπληρωματικό • | αναπληρωματικοί • | αναπληρωματικές • | αναπληρωματικά • |
Synonyms
- αναπληρωτικός (anaplirotikós) (much less common)
Related terms
- see: αναπληρώνω (anapliróno, “to replace”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.