υποθηκεύω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /i.po.θiˈce.vo/
- Hyphenation: υ‧πο‧θη‧κεύ‧ω
Verb
υποθηκεύω • (ypothikévo) (past υποθήκευσα, passive υποθηκεύομαι, p‑past υποθηκεύτηκα/υποθηκεύθηκα, ppp υποθηκευμένος)
Conjugation
υποθηκεύω υποθηκεύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | υποθηκεύω | υποθηκεύσω | υποθηκεύομαι | υποθηκευτώ, υποθηκευθώ |
2 sg | υποθηκεύεις | υποθηκεύσεις | υποθηκεύεσαι | υποθηκευτείς, υποθηκευθείς |
3 sg | υποθηκεύει | υποθηκεύσει | υποθηκεύεται | υποθηκευτεί, υποθηκευθεί |
1 pl | υποθηκεύουμε, [‑ομε] | υποθηκεύσουμε, [‑ομε] | υποθηκευόμαστε | υποθηκευτούμε, υποθηκευθούμε |
2 pl | υποθηκεύετε | υποθηκεύσετε | υποθηκεύεστε, υποθηκευόσαστε | υποθηκευτείτε, υποθηκευθείτε |
3 pl | υποθηκεύουν(ε) | υποθηκεύσουν(ε) | υποθηκεύονται | υποθηκευτούν(ε), υποθηκευθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | υποθήκευα | υποθήκευσα | υποθηκευόμουν(α) | υποθηκεύτηκα, υποθηκεύθηκα |
2 sg | υποθήκευες | υποθήκευσες | υποθηκευόσουν(α) | υποθηκεύτηκες, υποθηκεύθηκες |
3 sg | υποθήκευε | υποθήκευσε | υποθηκευόταν(ε) | υποθηκεύτηκε, υποθηκεύθηκε |
1 pl | υποθηκεύαμε | υποθηκεύσαμε | υποθηκευόμασταν, (‑όμαστε) | υποθηκευτήκαμε, υποθηκευθήκαμε |
2 pl | υποθηκεύατε | υποθηκεύσατε | υποθηκευόσασταν, (‑όσαστε) | υποθηκευτήκατε, υποθηκευθήκατε |
3 pl | υποθήκευαν, υποθηκεύαν(ε) | υποθήκευσαν, υποθηκεύσαν(ε) | υποθηκεύονταν, (υποθηκευόντουσαν) | υποθηκεύτηκαν, υποθηκευτήκαν(ε), υποθηκεύθηκαν, υποθηκευθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα υποθηκεύω ➤ | θα υποθηκεύσω ➤ | θα υποθηκεύομαι ➤ | θα υποθηκευτώ / υποθηκευθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα υποθηκεύεις, … | θα υποθηκεύσεις, … | θα υποθηκεύεσαι, … | θα υποθηκευτείς / υποθηκευθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … υποθηκεύσει έχω, έχεις, … υποθηκευμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … υποθηκευτεί / υποθηκευθεί είμαι, είσαι, … υποθηκευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … υποθηκεύσει είχα, είχες, … υποθηκευμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … υποθηκευτεί / υποθηκευθεί ήμουν, ήσουν, … υποθηκευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … υποθηκεύσει θα έχω, θα έχεις, … υποθηκευμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … υποθηκευτεί / υποθηκευθεί θα είμαι, θα είσαι, … υποθηκευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | υποθήκευε | υποθήκευσε | — | υποθηκεύσου |
2 pl | υποθηκεύετε | υποθηκεύστε | υποθηκεύεστε | υποθηκευτείτε, υποθηκευθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | υποθηκεύοντας ➤ | υποθηκευόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας υποθηκεύσει ➤ | υποθηκευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | υποθηκεύσει | υποθηκευτεί, υποθηκευθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ-. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- see: υποθήκη f (ypothíki, “mortgage”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.