υποθηκευμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of υποθηκεύομαι (ypothikévomai), passive voice of υποθηκεύω (ypothikévo, “Ι mortgage”).
Pronunciation
- IPA(key): /i.po.θi.cevˈme.nos/
- Hyphenation: υ‧πο‧θη‧κευ‧μέ‧νος
Participle
υποθηκευμένος • (ypothikevménos) m (feminine υποθηκευμένη, neuter υποθηκευμένο)
- mortgaged
- Antonym: ανυποθήκευτος (anypothíkeftos)
Declension
Declension of υποθηκευμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | υποθηκευμένος • | υποθηκευμένη • | υποθηκευμένο • | υποθηκευμένοι • | υποθηκευμένες • | υποθηκευμένα • |
genitive | υποθηκευμένου • | υποθηκευμένης • | υποθηκευμένου • | υποθηκευμένων • | υποθηκευμένων • | υποθηκευμένων • |
accusative | υποθηκευμένο • | υποθηκευμένη • | υποθηκευμένο • | υποθηκευμένους • | υποθηκευμένες • | υποθηκευμένα • |
vocative | υποθηκευμένε • | υποθηκευμένη • | υποθηκευμένο • | υποθηκευμένοι • | υποθηκευμένες • | υποθηκευμένα • |
Related terms
- see: υποθήκη f (ypothíki, “mortgage”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.