στρώνω

Greek

Etymology

Inherited from Byzantine Greek στρώνω (strṓnō), a metaplasm of Koine Greek στρωννύω (strōnnúō) -thematicisation of Ancient Greek στρώννῡμι (strṓnnūmi), a variant form of στόρνυμι (stórnumi)- based on the past tense stem στρωσ- of ἔστρωσα (éstrōsa) -Modern έστρωσα (éstrosa)- in the pattern of φθάνω (phthánō) - ἔφθᾰσα (éphthasa)[1] and integration to the -ώνω (-óno) verb-system.[2] Ultimately from Proto-Indo-European *sterh₃- (to spread, extend).

Pronunciation

  • IPA(key): /ˈstɾo.no/
  • Hyphenation: στρώ‧νω

Verb

στρώνω • (stróno) (past έστρωσα, passive στρώνομαι, ppast στρώθηκα, ppp στρωμένος)

  1. (of beds or tables) to make (put sheet on)
  2. (of other areas) to cover (with a sheet)
  3. (of clothes) to smooth out, removes creases from
  4. (of roads, pavements) to pave
  5. (of carpets, flooring) to lay
  6. and see: στρώνομαι (strónomai) (senses for the passive)

Conjugation

Derived terms

Expressions:

  • στρώνω στη δουλειά (stróno sti douleiá, I put someone to work)
  • το στρώνει (to strónei, literally: it covers; it is snowing and the snow covers the ground, impersonal expression)
  • and see: στρώνομαι (strónomai) and στρωμένος (stroménos)

Proverbs:

  • ακατάστρωτος (akatástrotos)
  • ανθοστρώνω (anthostróno)
  • αξέστρωτος (axéstrotos)
  • άστρωτος (ástrotos, unmade, adjective)
  • ασφαλτοστρώνω (asfaltostróno)
  • διαστρωμάτωση f (diastromátosi)
  • επίστρωμα n (epístroma)
  • επιστρώνω (epistróno)
  • επίστρωση f (epístrosi)
  • καλοστρώνω (kalostróno)
  • κατάστρωμα n (katástroma, deck)
  • καταστρώνω (katastróno)
  • κατάστρωση f (katástrosi)
  • λιθόστρωση f (lithóstrosi, paving)
  • λιθόστρωτο n (lithóstroto, cobble)
  • λιθόστρωτος (lithóstrotos, cobbled, adjective)
  • μαρμαρόστρωση f (marmaróstrosi)
  • ξέστρωμα n (xéstroma)
  • ξεστρώνω (xestróno)
  • ξέστρωτος (xéstrotos)
  • οδόστρωμα n (odóstroma)
  • οδόστρωση f (odóstrosi)
  • οδοστρωτήρας m (odostrotíras, steamroller)
  • πισσόστρωση f (pissóstrosi)
  • πλακοστρώνω (plakostróno)
  • πλακόστρωση f (plakóstrosi)
  • πλακόστρωτος (plakóstrotos)
  • σκυρόστρωση f (skyróstrosi)
  • στρώμα n (stróma, mattress) & related
  • στρωματέξ n (stromatéx)
  • στρωματίδιο n (stromatídio)
  • στρωματικός (stromatikós)
  • στρωματογραφία f (stromatografía, stratigraphy)
  • στρωματογραφικός (stromatografikós, stratigraphic, adjective)
  • στρωμάτωση f (stromátosi)
  • στρωμένος (stroménos, participle)
  • στρωμνή f (stromní, palliasse)
  • στρώση f (strósi)
  • στρωσίδι n (strosídi)
  • στρώσιμο n (strósimo)
  • στρωτός (strotós)
  • υπόστρωμα n (ypóstroma)
  • χαλικοστρώνω (chalikostróno)
  • χαλικόστρωση f (chalikóstrosi)
  • χαλικόστρωτος (chalikóstrotos)
  • By false etymology related to στρωμάτσο n (stromátso) & στρωματσάδα f (stromatsáda)

References

  1. στρώνω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
  2. στρώνω - Babiniotis, Georgios (2010) Ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας Etymologikó lexikó tis néas ellinikís glóssas [Etymological Dictionary of Modern Greek language] (in Greek), Athens: Lexicology Centre
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.