στοιχίζω

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /stiˈçi.zo/
  • Hyphenation: στοι‧χί‧ζω

Verb

στοιχίζω • (stoichízo) (past στοίχισα, passive —)

  1. (finance) to cost
    Synonym: κοστίζω (kostízo)
    Το σπίτι αυτό του στοίχισε μια περιουσία.To spíti aftó tou stoíchise mia periousía.The house has cost him a fortune.
  2. to cost, claim
    Ο σεισμός στοίχισε πολλές ζωές.O seismós stoíchise pollés zoés.The earthquake claimed many lives.

Conjugation

Verb

στοιχίζω • (stoichízo) (past στοίχισα, passive στοιχίζομαι, ppast στοιχίστηκα/στοιχήθηκα, ppp στοιχισμένος / στοιχημένος)

  1. to arrange in rows, lines, line up, dress, align
    Ο λοχίας στοίχισε τους άνδρες του.
    O lochías stoíchise tous ándres tou.
    The sergeant lined up his men.

Conjugation

  • and see: στοίχος m (stoíchos, row, line)

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.