στοιχίζω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /stiˈçi.zo/
- Hyphenation: στοι‧χί‧ζω
Verb
Conjugation
στοιχίζω (active forms only)
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | στοιχίζω | στοιχίσω | ||
2 sg | στοιχίζεις | στοιχίσεις | ||
3 sg | στοιχίζει | στοιχίσει | ||
1 pl | στοιχίζουμε, [‑ομε] | στοιχίσουμε, [‑ομε] | ||
2 pl | στοιχίζετε | στοιχίσετε | ||
3 pl | στοιχίζουν(ε) | στοιχίσουν(ε) | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | στοίχιζα | στοίχισα | ||
2 sg | στοίχιζες | στοίχισες | ||
3 sg | στοίχιζε | στοίχισε | ||
1 pl | στοιχίζαμε | στοιχίσαμε | ||
2 pl | στοιχίζατε | στοιχίσατε | ||
3 pl | στοίχιζαν, στοιχίζαν(ε) | στοίχισαν, στοιχίσαν(ε) | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα στοιχίζω ➤ | θα στοιχίσω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα στοιχίζεις, … | θα στοιχίσεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … στοιχίσει | |||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … στοιχίσει | |||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … στοιχίσει | |||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | στοίχιζε | στοίχισε | ||
2 pl | στοιχίζετε | στοιχίστε | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | στοιχίζοντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας στοιχίσει ➤ | |||
Passive perfect participle ➤ | — | |||
Nonfinite form ➤ | στοιχίσει | |||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Verb
στοιχίζω • (stoichízo) (past στοίχισα, passive στοιχίζομαι, p‑past στοιχίστηκα/στοιχήθηκα, ppp στοιχισμένος / στοιχημένος)
Conjugation
στοιχίζω στοιχίζομαι (for sense: "arrange in rows, align")
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | στοιχίζω | στοιχίσω | στοιχίζομαι | στοιχιστώ, στοιχηθώ |
2 sg | στοιχίζεις | στοιχίσεις | στοιχίζεσαι | στοιχιστείς, στοιχηθείς |
3 sg | στοιχίζει | στοιχίσει | στοιχίζεται | στοιχιστεί, στοιχηθεί |
1 pl | στοιχίζουμε, [‑ομε] | στοιχίσουμε, [‑ομε] | στοιχιζόμαστε | στοιχιστούμε, στοιχηθούμε |
2 pl | στοιχίζετε | στοιχίσετε | στοιχίζεστε, στοιχιζόσαστε | στοιχιστείτε, στοιχηθείτε |
3 pl | στοιχίζουν(ε) | στοιχίσουν(ε) | στοιχίζονται | στοιχιστούν(ε), στοιχηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | στοίχιζα | στοίχισα | στοιχιζόμουν(α) | στοιχίστηκα, στοιχήθηκα |
2 sg | στοίχιζες | στοίχισες | στοιχιζόσουν(α) | στοιχίστηκες, στοιχήθηκες |
3 sg | στοίχιζε | στοίχισε | στοιχιζόταν(ε) | στοιχίστηκε, στοιχήθηκε |
1 pl | στοιχίζαμε | στοιχίσαμε | στοιχιζόμασταν, (‑όμαστε) | στοιχιστήκαμε, στοιχηθήκαμε |
2 pl | στοιχίζατε | στοιχίσατε | στοιχιζόσασταν, (‑όσαστε) | στοιχιστήκατε, στοιχηθήκατε |
3 pl | στοίχιζαν, στοιχίζαν(ε) | στοίχισαν, στοιχίσαν(ε) | στοιχίζονταν, (στοιχιζόντουσαν) | στοιχίστηκαν, στοιχιστήκαν(ε), στοιχήθηκαν, στοιχηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα στοιχίζω ➤ | θα στοιχίσω ➤ | θα στοιχίζομαι ➤ | θα στοιχιστώ / στοιχηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα στοιχίζεις, … | θα στοιχίσεις, … | θα στοιχίζεσαι, … | θα στοιχιστείς / στοιχηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … στοιχίσει | έχω, έχεις, … στοιχιστεί / στοιχηθεί είμαι, είσαι, … στοιχισμένος, ‑η, ‑ο / στοιχημένοςμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … στοιχίσει | είχα, είχες, … στοιχιστεί / στοιχηθεί ήμουν, ήσουν, … στοιχισμένος, ‑η, ‑ο / στοιχημένοςμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … στοιχίσει | θα έχω, θα έχεις, … στοιχιστεί / στοιχηθεί θα είμαι, θα είσαι, … στοιχισμένος, ‑η, ‑ο / στοιχημένοςμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | στοίχιζε | στοίχισε | — | στοιχίσου |
2 pl | στοιχίζετε | στοιχίστε | στοιχίζεστε | στοιχιστείτε, στοιχηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | στοιχίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας στοιχίσει ➤ | στοιχισμένος, ‑η, ‑ο / στοιχημένοςμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | στοιχίσει | στοιχιστεί, στοιχηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• Only for sense "arrange in rows, align". • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αντιστοιχίζω (antistoichízo, “match, associate”)
- αντιστοιχώ (antistoichó, “correspond”)
- περιστοιχίζω (peristoichízo)
- στοιχείο n (stoicheío, “element”)
- στοιχειοθετώ (stoicheiothetó)
- στοίχιση f (stoíchisi, “aligning”)
- στοιχειώνω (stoicheióno, “haunt”)
- στοιχηματίζω (stoichimatízo, “bet”)
- and see: στοίχος m (stoíchos, “row, line”)
Further reading
- στοιχίζω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.