αντιστοιχίζω
Greek
Etymology
From αντιστοιχ(ία) f (antistoich(ía), “equivalence, correspondence”) + -ίζω (-ízo). Compare to αντιστοιχώ (antistoichó, “correspond”) and see αντι- (anti-, “counter”) and στοῖχος m (stoîkhos, “line”).
Pronunciation
- IPA(key): /an.di.stiˈçi.zo/
- Hyphenation: α‧ντι‧στοι‧χί‧ζω
Verb
αντιστοιχίζω • (antistoichízo) (past αντιστοίχισα, passive αντιστοιχίζομαι, p‑past αντιστοιχίστηκα, ppp αντιστοιχισμένος)
- to match, put together, associate
Conjugation
αντιστοιχίζω αντιστοιχίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αντιστοιχίζω | αντιστοιχίσω | αντιστοιχίζομαι | αντιστοιχιστώ |
2 sg | αντιστοιχίζεις | αντιστοιχίσεις | αντιστοιχίζεσαι | αντιστοιχιστείς |
3 sg | αντιστοιχίζει | αντιστοιχίσει | αντιστοιχίζεται | αντιστοιχιστεί |
1 pl | αντιστοιχίζουμε, [‑ομε] | αντιστοιχίσουμε, [‑ομε] | αντιστοιχιζόμαστε | αντιστοιχιστούμε |
2 pl | αντιστοιχίζετε | αντιστοιχίσετε | αντιστοιχίζεστε, αντιστοιχιζόσαστε | αντιστοιχιστείτε |
3 pl | αντιστοιχίζουν(ε) | αντιστοιχίσουν(ε) | αντιστοιχίζονται | αντιστοιχιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αντιστοίχιζα | αντιστοίχισα | αντιστοιχιζόμουν(α) | αντιστοιχίστηκα |
2 sg | αντιστοίχιζες | αντιστοίχισες | αντιστοιχιζόσουν(α) | αντιστοιχίστηκες |
3 sg | αντιστοίχιζε | αντιστοίχισε | αντιστοιχιζόταν(ε) | αντιστοιχίστηκε |
1 pl | αντιστοιχίζαμε | αντιστοιχίσαμε | αντιστοιχιζόμασταν, (‑όμαστε) | αντιστοιχιστήκαμε |
2 pl | αντιστοιχίζατε | αντιστοιχίσατε | αντιστοιχιζόσασταν, (‑όσαστε) | αντιστοιχιστήκατε |
3 pl | αντιστοίχιζαν, αντιστοιχίζαν(ε) | αντιστοίχισαν, αντιστοιχίσαν(ε) | αντιστοιχίζονταν, (αντιστοιχιζόντουσαν) | αντιστοιχίστηκαν, αντιστοιχιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αντιστοιχίζω ➤ | θα αντιστοιχίσω ➤ | θα αντιστοιχίζομαι ➤ | θα αντιστοιχιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αντιστοιχίζεις, … | θα αντιστοιχίσεις, … | θα αντιστοιχίζεσαι, … | θα αντιστοιχιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αντιστοιχίσει | έχω, έχεις, … αντιστοιχιστεί είμαι, είσαι, … αντιστοιχισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αντιστοιχίσει | είχα, είχες, … αντιστοιχιστεί ήμουν, ήσουν, … αντιστοιχισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αντιστοιχίσει | θα έχω, θα έχεις, … αντιστοιχιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αντιστοιχισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αντιστοίχιζε | αντιστοίχισε | — | αντιστοιχίσου |
2 pl | αντιστοιχίζετε | αντιστοιχίστε | αντιστοιχίζεστε | αντιστοιχιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αντιστοιχίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αντιστοιχίσει ➤ | αντιστοιχισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αντιστοιχίσει | αντιστοιχιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• Compare to αντιστοιχώ (antistoichó, “correspond”). • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αντιστοιχία f (antistoichía, “equivalence, correspondence”)
- αντίστοιχο n (antístoicho, “equivalent, counterpart”)
- αντιστοιχώ (antistoichó, “correspond”)
- στοιχίζω (stoichízo, “cost; arrange in rows”)
- and see: αντίστοιχος (antístoichos, “corresponding, respective”, adjective), αντί (antí) & στοίχος m (stoíchos, “line”)
Further reading
- αντιστοιχίζω - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only], Centre for the Greek language
- αντιστοιχίζω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- inflectional forms, as in αντιστοιχίζω - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.