στενοχωρώ
See also: στενοχωρῶ
Greek
Alternative forms
forms in order of frequency and register
- στενοχωρώ (standard) - στενoχωράω (stenochoráo) (vernacular)
- στεναχωρώ (stenachoró) (colloquial) - στεναχωράω (stenachoráo) (vernacular)
Etymology
Inherited from Koine Greek στενοχωρῶ (stenokhōrô, “to be straitened, confined, to press, to be anxious”). στενός (stenós, “narrow”) + χώρος (chóros, “space”). The first combining form with both [o] and [a]: στενο-χωρώ and στενα-χωρώ.[1]
Pronunciation
- IPA(key): /ste.no.xoˈro/
- Hyphenation: στε‧νο‧χω‧ρώ
Verb
στενοχωρώ • (stenochoró) / στενοχωράω (past στενοχώρησα/στενοχώρεσα, passive στενοχωρούμαι/στενοχωριέμαι, p‑past στενοχωρήθηκα/στενοχωρέθηκα, ppp στενοχωρημένος / στενοχωρεμένος)
Conjugation
Verb with multiple forms -χωρή- and less formal -χωρέ- (also with both alternative suffixes: στενο- & colloquial στενα-)
στενοχωρώ (& στενοχωράω), στενοχωρούμαι / στενοχωριέμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | στενοχωρώ (στεναχωρώ →) | στενοχωρήσω, στενοχωρέσω | στενοχωρούμαι - στενοχωριέμαι1 | στενοχωρηθώ, στενοχωρεθώ |
2 sg | στενοχωρείς | στενοχωρήσεις, στενοχωρέσεις | στενοχωρείσαι - στενοχωριέσαι | στενοχωρηθείς, στενοχωρεθείς |
3 sg | στενοχωρεί | στενοχωρήσει, στενοχωρέσει | στενοχωρείται - στενοχωριέται | στενοχωρηθεί, στενοχωρεθεί |
1 pl | στενοχωρούμε | στενοχωρήσουμε, [‑ομε] , στενοχωρέσουμε, [‑ομε] | στενοχωρούμαστε - στενοχωριόμαστε | στενοχωρηθούμε, στενοχωρεθούμε |
2 pl | στενοχωρείτε | στενοχωρήσετε, στενοχωρέσετε | στενοχωρείστε, {στενοχωρείσθε} - στενοχωριέστε, ‑ιόσαστε | στενοχωρηθείτε, στενοχωρεθείτε |
3 pl | στενοχωρούν(ε) | στενοχωρήσουν(ε), στενοχωρέσουν(ε) | στενοχωρούνται - στενοχωριέστε, ‑ιόσαστε | στενοχωρηθούν(ε), στενοχωρεθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | στενοχωρούσα | στενοχώρησα, στενοχώρεσα | [στενοχωρούμουν(α)] - στενοχωριόμουν(α)1 | στενοχωρήθηκα, στενοχωρέθηκα |
2 sg | στενοχωρούσες | στενοχώρησες, στενοχώρεσες | [στενοχωρούσουν(α)] - στενοχωριόσουν(α) | στενοχωρήθηκες, στενοχωρέθηκες |
3 sg | στενοχωρούσε | στενοχώρησε, στενοχώρεσε | στενοχωρούνταν, {στενοχωρείτο} - στενοχωριόταν(ε) | στενοχωρήθηκε, στενοχωρέθηκε |
1 pl | στενοχωρούσαμε | στενοχωρήσαμε, στενοχωρέσαμε | στενοχωρούμασταν, (‑ούμαστε) - στενοχωριόμασταν, (‑ιόμαστε) | στενοχωρηθήκαμε, στενοχωρεθήκαμε |
2 pl | στενοχωρούσατε | στενοχωρήσατε, στενοχωρέσατε | [στενοχωρούσασταν, (‑ούσαστε)] - στενοχωριόσασταν, (‑ιόσαστε) | στενοχωρηθήκατε, στενοχωρεθήκατε |
3 pl | στενοχωρούσαν(ε) | στενοχώρησαν, στενοχωρήσαν(ε), στενοχώρεσαν, στενοχωρέσαν(ε) | στενοχωρούνταν, {στενοχωρούντο} - στενοχωριόνταν(ε), στενοχωριόντουσαν, στενοχωριούνταν | στενοχωρήθηκαν, στενοχωρηθήκαν(ε), στενοχωρέθηκαν, στενοχωρεθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα στενοχωρώ ➤ | θα στενοχωρήσω/στενοχωρέσω ➤ | θα στενοχωρούμαι ➤ | θα στενοχωρηθώ/στενοχωρεθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα στενοχωρείς, … | θα στενοχωρήσεις/στενοχωρέσεις, … | θα στενοχωρείσαι, … | θα στενοχωρηθείς/στενοχωρεθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … στενοχωρήσει/στενοχωρέσει έχω, έχεις, … στενοχωρημένο/στενοχωρεμένο, -η, -ο ➤ |
έχω, έχεις, … στενοχωρηθεί/στενοχωρεθεί είμαι, είσαι, … στενοχωρημένος/στενοχωρεμένος, -η, -ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … στενοχωρήσει/στενοχωρέσει είχα, είχες, … στενοχωρημένο/στενοχωρεμένο, -η, -ο |
είχα, είχες, … στενοχωρηθεί/στενοχωρεθεί ήμουν, ήσουν, … στενοχωρημένος/στενοχωρεμένος, -η, -ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … στενοχωρήσει/στενοχωρέσει θα έχω, θα έχεις, … στενοχωρημένο/στενοχωρεμένο, -η, -ο |
θα έχω, θα έχεις, … στενοχωρηθεί/στενοχωρεθεί θα είμαι, θα είσαι, … στενοχωρημένος/στενοχωρεμένος, -η, -ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | στενοχώρησε, στενοχώρεσε, στενοχώρα | — | στενοχωρήσου, στενοχωρέσου |
2 pl | στενοχωρείτε | στενοχωρήστε, στενοχωρέστε | στενοχωρείστε, {στενοχωρείσθε} | στενοχωρηθείτε, στενοχωρεθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | στενοχωρώντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας στενοχωρήσει ➤ | στενοχωρημένος/στενοχωρεμένος, -η, -ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | στενοχωρήσει, στενοχωρέσει | στενοχωρηθεί, στενοχωρεθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The passive forms with -ιέμαι, -ιόμουν are less formal but very common. 2. The forms with -χωρε- are slightly more colloquial. The forms with -χωρη- are standard. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- καταστενοχωρώ (katastenochoró, “I sadden excessively”) / καταστεναχωρώ
- στενοχωρημένος (stenochoriménos, “saddened”, participle) / στεναχωρημένος
- στενοχωρεμένος (stenochoreménos, “saddened”, participle), στεναχωρεμένος (stenachoreménos)
Related terms
- στενοχώρια f (stenochória, “saddness, worry”) / στεναχώρια
- στενόχωρος (stenóchoros, “narrowly spaced”) / στενάχωρος
References
- στενοχωρώ - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.