στεναχωρημένος
Greek
Alternative forms
- στεναχωρεμένος (stenachoreménos)
- στενοχωρεμένος (stenochoreménos)
- στενοχωρημένος (stenochoriménos)
Etymology
Perfect participle of στεναχωριέμαι (stenachoriémai) / στεναχωρούμαι, passive voice of στεναχωρώ (“I upset, make someone sad”).
Pronunciation
- IPA(key): /ste.na.xo.riˈme.nos/
- Hyphenation: στε‧να‧χω‧ρη‧μέ‧νος
Participle
στεναχωρημένος • (stenachoriménos) m (feminine στεναχωρημένη, neuter στεναχωρημένο)
- Alternative form of στενοχωρημένος (stenochoriménos, “saddened”)
Declension
Declension of στεναχωρημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στεναχωρημένος • | στεναχωρημένη • | στεναχωρημένο • | στεναχωρημένοι • | στεναχωρημένες • | στεναχωρημένα • |
genitive | στεναχωρημένου • | στεναχωρημένης • | στεναχωρημένου • | στεναχωρημένων • | στεναχωρημένων • | στεναχωρημένων • |
accusative | στεναχωρημένο • | στεναχωρημένη • | στεναχωρημένο • | στεναχωρημένους • | στεναχωρημένες • | στεναχωρημένα • |
vocative | στεναχωρημένε • | στεναχωρημένη • | στεναχωρημένο • | στεναχωρημένοι • | στεναχωρημένες • | στεναχωρημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στεναχωρημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στεναχωρημένος, etc.) |
Derived terms
- καταστεναχωρημένος (katastenachoriménos, “extremely saddened”), καταστεναχωρεμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.