μεταρρυθμίζω
Greek
Verb
μεταρρυθμίζω • (metarrythmízo) (past μεταρρύθμισα, passive μεταρρυθμίζομαι)
Conjugation
μεταρρυθμίζω μεταρρυθμίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | μεταρρυθμίζω | μεταρρυθμίσω | μεταρρυθμίζομαι | μεταρρυθμιστώ |
2 sg | μεταρρυθμίζεις | μεταρρυθμίσεις | μεταρρυθμίζεσαι | μεταρρυθμιστείς |
3 sg | μεταρρυθμίζει | μεταρρυθμίσει | μεταρρυθμίζεται | μεταρρυθμιστεί |
1 pl | μεταρρυθμίζουμε, [‑ομε] | μεταρρυθμίσουμε, [‑ομε] | μεταρρυθμιζόμαστε | μεταρρυθμιστούμε |
2 pl | μεταρρυθμίζετε | μεταρρυθμίσετε | μεταρρυθμίζεστε, μεταρρυθμιζόσαστε | μεταρρυθμιστείτε |
3 pl | μεταρρυθμίζουν(ε) | μεταρρυθμίσουν(ε) | μεταρρυθμίζονται | μεταρρυθμιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | μεταρρύθμιζα | μεταρρύθμισα | μεταρρυθμιζόμουν(α) | μεταρρυθμίστηκα |
2 sg | μεταρρύθμιζες | μεταρρύθμισες | μεταρρυθμιζόσουν(α) | μεταρρυθμίστηκες |
3 sg | μεταρρύθμιζε | μεταρρύθμισε | μεταρρυθμιζόταν(ε) | μεταρρυθμίστηκε |
1 pl | μεταρρυθμίζαμε | μεταρρυθμίσαμε | μεταρρυθμιζόμασταν, (‑όμαστε) | μεταρρυθμιστήκαμε |
2 pl | μεταρρυθμίζατε | μεταρρυθμίσατε | μεταρρυθμιζόσασταν, (‑όσαστε) | μεταρρυθμιστήκατε |
3 pl | μεταρρύθμιζαν, μεταρρυθμίζαν(ε) | μεταρρύθμισαν, μεταρρυθμίσαν(ε) | μεταρρυθμίζονταν, (μεταρρυθμιζόντουσαν) | μεταρρυθμίστηκαν, μεταρρυθμιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα μεταρρυθμίζω ➤ | θα μεταρρυθμίσω ➤ | θα μεταρρυθμίζομαι ➤ | θα μεταρρυθμιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα μεταρρυθμίζεις, … | θα μεταρρυθμίσεις, … | θα μεταρρυθμίζεσαι, … | θα μεταρρυθμιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … μεταρρυθμίσει έχω, έχεις, … μεταρρυθμισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … μεταρρυθμιστεί είμαι, είσαι, … μεταρρυθμισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … μεταρρυθμίσει είχα, είχες, … μεταρρυθμισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … μεταρρυθμιστεί ήμουν, ήσουν, … μεταρρυθμισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … μεταρρυθμίσει θα έχω, θα έχεις, … μεταρρυθμισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … μεταρρυθμιστεί θα είμαι, θα είσαι, … μεταρρυθμισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | μεταρρύθμιζε | μεταρρύθμισε | — | μεταρρυθμίσου |
2 pl | μεταρρυθμίζετε | μεταρρυθμίστε | μεταρρυθμίζεστε | μεταρρυθμιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | μεταρρυθμίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας μεταρρυθμίσει ➤ | μεταρρυθμισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | μεταρρυθμίσει | μεταρρυθμιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αμεταρρύθμιστος (ametarrýthmistos, “unreformed”)
- μεταρρύθμιση f (metarrýthmisi, “reformation”)
- μεταρρυθμιστής m (metarrythmistís, “reformer, reformist”)
- μεταρρυθμιστικός (metarrythmistikós, “reforming, reformative”)
- μεταρρυθμίστρια f (metarrythmístria, “reformer, reformist”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.