μεταρρυθμιστικός
Greek
Adjective
μεταρρυθμιστικός • (metarrythmistikós) m (feminine μεταρρυθμιστική, neuter μεταρρυθμιστικό)
Declension
Declension of μεταρρυθμιστικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεταρρυθμιστικός • | μεταρρυθμιστική • | μεταρρυθμιστικό • | μεταρρυθμιστικοί • | μεταρρυθμιστικές • | μεταρρυθμιστικά • |
genitive | μεταρρυθμιστικού • | μεταρρυθμιστικής • | μεταρρυθμιστικού • | μεταρρυθμιστικών • | μεταρρυθμιστικών • | μεταρρυθμιστικών • |
accusative | μεταρρυθμιστικό • | μεταρρυθμιστική • | μεταρρυθμιστικό • | μεταρρυθμιστικούς • | μεταρρυθμιστικές • | μεταρρυθμιστικά • |
vocative | μεταρρυθμιστικέ • | μεταρρυθμιστική • | μεταρρυθμιστικό • | μεταρρυθμιστικοί • | μεταρρυθμιστικές • | μεταρρυθμιστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεταρρυθμιστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεταρρυθμιστικός, etc.) |
Related terms
- see: μεταρρυθμίζω (metarrythmízo, “to reform”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.