θρυμματίζω
Greek
Conjugation
θρυμματίζω θρυμματίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | θρυμματίζω | θρυμματίσω | θρυμματίζομαι | θρυμματιστώ |
2 sg | θρυμματίζεις | θρυμματίσεις | θρυμματίζεσαι | θρυμματιστείς |
3 sg | θρυμματίζει | θρυμματίσει | θρυμματίζεται | θρυμματιστεί |
1 pl | θρυμματίζουμε, [‑ομε] | θρυμματίσουμε, [‑ομε] | θρυμματιζόμαστε | θρυμματιστούμε |
2 pl | θρυμματίζετε | θρυμματίσετε | θρυμματίζεστε, θρυμματιζόσαστε | θρυμματιστείτε |
3 pl | θρυμματίζουν(ε) | θρυμματίσουν(ε) | θρυμματίζονται | θρυμματιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | θρυμμάτιζα | θρυμμάτισα | θρυμματιζόμουν(α) | θρυμματίστηκα |
2 sg | θρυμμάτιζες | θρυμμάτισες | θρυμματιζόσουν(α) | θρυμματίστηκες |
3 sg | θρυμμάτιζε | θρυμμάτισε | θρυμματιζόταν(ε) | θρυμματίστηκε |
1 pl | θρυμματίζαμε | θρυμματίσαμε | θρυμματιζόμασταν, (‑όμαστε) | θρυμματιστήκαμε |
2 pl | θρυμματίζατε | θρυμματίσατε | θρυμματιζόσασταν, (‑όσαστε) | θρυμματιστήκατε |
3 pl | θρυμμάτιζαν, θρυμματίζαν(ε) | θρυμμάτισαν, θρυμματίσαν(ε) | θρυμματίζονταν, (θρυμματιζόντουσαν) | θρυμματίστηκαν, θρυμματιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα θρυμματίζω ➤ | θα θρυμματίσω ➤ | θα θρυμματίζομαι ➤ | θα θρυμματιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα θρυμματίζεις, … | θα θρυμματίσεις, … | θα θρυμματίζεσαι, … | θα θρυμματιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … θρυμματίσει έχω, έχεις, … θρυμματισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … θρυμματιστεί είμαι, είσαι, … θρυμματισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … θρυμματίσει είχα, είχες, … θρυμματισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … θρυμματιστεί ήμουν, ήσουν, … θρυμματισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … θρυμματίσει θα έχω, θα έχεις, … θρυμματισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … θρυμματιστεί θα είμαι, θα είσαι, … θρυμματισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | θρυμμάτιζε | θρυμμάτισε | — | θρυμματίσου |
2 pl | θρυμματίζετε | θρυμματίστε | θρυμματίζεστε | θρυμματιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | θρυμματίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας θρυμματίσει ➤ | θρυμματισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | θρυμματίσει | θρυμματιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αθρυμμάτιστος (athrymmátistos, “unbroken”)
- θρύμμα n (thrýmma, “fragment”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.