αντιπροτείνω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /an.di.pɾoˈti.no/
- Hyphenation: α‧ντι‧προ‧τεί‧νω
Verb
αντιπροτείνω • (antiproteíno) (imperfect αντιπρότεινα, past αντιπρότεινα, passive αντιπροτείνομαι, p‑past αντιπροτάθηκα)
- to counterpropose, counterargue
- Antonym: προτείνω (proteíno)
Conjugation
αντιπροτείνω αντιπροτείνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αντιπροτείνω | αντιπροτείνω | αντιπροτείνομαι | αντιπροταθώ |
2 sg | αντιπροτείνεις | αντιπροτείνεις | αντιπροτείνεσαι | αντιπροταθείς |
3 sg | αντιπροτείνει | αντιπροτείνει | αντιπροτείνεται | αντιπροταθεί |
1 pl | αντιπροτείνουμε, [‑ομε] | αντιπροτείνουμε, [‑ομε] | αντιπροτεινόμαστε | αντιπροταθούμε |
2 pl | αντιπροτείνετε | αντιπροτείνετε | αντιπροτείνεστε, αντιπροτεινόσαστε | αντιπροταθείτε |
3 pl | αντιπροτείνουν(ε) | αντιπροτείνουν(ε) | αντιπροτείνονται | αντιπροταθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αντιπρότεινα | αντιπρότεινα | αντιπροτεινόμουν(α) | αντιπροτάθηκα |
2 sg | αντιπρότεινες | αντιπρότεινες | αντιπροτεινόσουν(α) | αντιπροτάθηκες |
3 sg | αντιπρότεινε | αντιπρότεινε | αντιπροτεινόταν(ε) | αντιπροτάθηκε |
1 pl | αντιπροτείναμε | αντιπροτείναμε | αντιπροτεινόμασταν, (‑όμαστε) | αντιπροταθήκαμε |
2 pl | αντιπροτείνατε | αντιπροτείνατε | αντιπροτεινόσασταν, (‑όσαστε) | αντιπροταθήκατε |
3 pl | αντιπρότειναν, αντιπροτείναν(ε) | αντιπρότειναν, αντιπροτείναν(ε) | αντιπροτείνονταν, (αντιπροτεινόντουσαν) | αντιπροτάθηκαν, αντιπροταθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αντιπροτείνω ➤ | θα αντιπροτείνω ➤ | θα αντιπροτείνομαι ➤ | θα αντιπροταθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αντιπροτείνεις, … | θα αντιπροτείνεις, … | θα αντιπροτείνεσαι, … | θα αντιπροταθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αντιπροτείνει | έχω, έχεις, … αντιπροταθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αντιπροτείνει | είχα, είχες, … αντιπροταθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αντιπροτείνει | θα έχω, θα έχεις, … αντιπροταθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αντιπρότεινε | αντιπρότεινε | — | — |
2 pl | αντιπροτείνετε | αντιπροτείνετε | αντιπροτείνεστε | αντιπροταθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αντιπροτείνοντας ➤ | αντιπροτεινόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αντιπροτείνει ➤ | — | ||
Nonfinite form➤ | αντιπροτείνει | αντιπροταθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αντιπρόταση f (antiprótasi, “counter-proposal”)
- see: προτείνω (proteíno, “propose”) & τείνω (teíno)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.