αναγνωρίζω
See also: ἀναγνωρίζω
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek ἀναγνωρίζω (anagnōrízō). From the sense "admit" Semantic loan from French reconnaître.[1] Morphologically, from ανα- (ana-, “repeated”) + γνωρίζω (gnorízo, “know”).
Pronunciation
- IPA(key): /a.na.ɣnoˈɾi.zo/
- Hyphenation: α‧να‧γνω‧ρί‧ζω
Verb
αναγνωρίζω • (anagnorízo) (past αναγνώρισα, passive αναγνωρίζομαι)
- to recognise (UK), recognize (US):
- to identify
- to acknowledge, admit
- Αναγνωρίζω τα λάθη μου.
- Anagnorízo ta láthi mou.
- I admit my mistakes.
Conjugation
αναγνωρίζω αναγνωρίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αναγνωρίζω | αναγνωρίσω | αναγνωρίζομαι | αναγνωριστώ |
2 sg | αναγνωρίζεις | αναγνωρίσεις | αναγνωρίζεσαι | αναγνωριστείς |
3 sg | αναγνωρίζει | αναγνωρίσει | αναγνωρίζεται | αναγνωριστεί |
1 pl | αναγνωρίζουμε, [‑ομε] | αναγνωρίσουμε, [‑ομε] | αναγνωριζόμαστε | αναγνωριστούμε |
2 pl | αναγνωρίζετε | αναγνωρίσετε | αναγνωρίζεστε, αναγνωριζόσαστε | αναγνωριστείτε |
3 pl | αναγνωρίζουν(ε) | αναγνωρίσουν(ε) | αναγνωρίζονται | αναγνωριστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αναγνώριζα | αναγνώρισα | αναγνωριζόμουν(α) | αναγνωρίστηκα |
2 sg | αναγνώριζες | αναγνώρισες | αναγνωριζόσουν(α) | αναγνωρίστηκες |
3 sg | αναγνώριζε | αναγνώρισε | αναγνωριζόταν(ε) | αναγνωρίστηκε |
1 pl | αναγνωρίζαμε | αναγνωρίσαμε | αναγνωριζόμασταν, (‑όμαστε) | αναγνωριστήκαμε |
2 pl | αναγνωρίζατε | αναγνωρίσατε | αναγνωριζόσασταν, (‑όσαστε) | αναγνωριστήκατε |
3 pl | αναγνώριζαν, αναγνωρίζαν(ε) | αναγνώρισαν, αναγνωρίσαν(ε) | αναγνωρίζονταν, (αναγνωριζόντουσαν) | αναγνωρίστηκαν, αναγνωριστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αναγνωρίζω ➤ | θα αναγνωρίσω ➤ | θα αναγνωρίζομαι ➤ | θα αναγνωριστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αναγνωρίζεις, … | θα αναγνωρίσεις, … | θα αναγνωρίζεσαι, … | θα αναγνωριστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αναγνωρίσει έχω, έχεις, … αναγνωρισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αναγνωριστεί είμαι, είσαι, … αναγνωρισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αναγνωρίσει είχα, είχες, … αναγνωρισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αναγνωριστεί ήμουν, ήσουν, … αναγνωρισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αναγνωρίσει θα έχω, θα έχεις, … αναγνωρισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αναγνωριστεί θα είμαι, θα είσαι, … αναγνωρισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αναγνώριζε | αναγνώρισε | — | αναγνωρίσου |
2 pl | αναγνωρίζετε | αναγνωρίστε | αναγνωρίζεστε | αναγνωριστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αναγνωρίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αναγνωρίσει ➤ | αναγνωρισμένος, ‑η, ‑o {ανεγνωρισμένος, ‑η, ‑o} ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αναγνωρίσει | αναγνωριστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αναγνωρίσιμος (anagnorísimos, “recognisable”)
- αναγνώριση f (anagnórisi, “recognition, reconnaissance”)
- αναγνωριστικός (anagnoristikós, “reconnoitring”, adjective)
- and see: γνώση f (gnósi, “knowledge”)
References
- αναγνωρίζω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.