αναγνωρίσιμος
Greek
Adjective
αναγνωρίσιμος • (anagnorísimos) m (feminine αναγνωρίσιμη, neuter αναγνωρίσιμο)
- recognisable (UK), recognizable (US)
Declension
Declension of αναγνωρίσιμος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναγνωρίσιμος • | αναγνωρίσιμη • | αναγνωρίσιμο • | αναγνωρίσιμοι • | αναγνωρίσιμες • | αναγνωρίσιμα • |
genitive | αναγνωρίσιμου • | αναγνωρίσιμης • | αναγνωρίσιμου • | αναγνωρίσιμων • | αναγνωρίσιμων • | αναγνωρίσιμων • |
accusative | αναγνωρίσιμο • | αναγνωρίσιμη • | αναγνωρίσιμο • | αναγνωρίσιμους • | αναγνωρίσιμες • | αναγνωρίσιμα • |
vocative | αναγνωρίσιμε • | αναγνωρίσιμη • | αναγνωρίσιμο • | αναγνωρίσιμοι • | αναγνωρίσιμες • | αναγνωρίσιμα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναγνωρίσιμος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναγνωρίσιμος, etc.) |
Coordinate terms
- ευδιάκριτος (evdiákritos, “distinguishable, discernible”)
Related terms
- αναγνωρισμένος (anagnorisménos, “recognised”)
- and see: αναγνωρίζω (anagnorízo, “to recognise”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.