ακριβοπληρώνω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.kri.vo.pliˈɾo.no/
- Hyphenation: α‧κρι‧βο‧πλη‧ρώ‧νω
Verb
ακριβοπληρώνω • (akrivopliróno) (past ακριβοπλήρωσα, passive ακριβοπληρώνομαι)
Conjugation
ακριβοπληρώνω ακριβοπληρώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ακριβοπληρώνω | ακριβοπληρώσω | ακριβοπληρώνομαι | ακριβοπληρωθώ |
2 sg | ακριβοπληρώνεις | ακριβοπληρώσεις | ακριβοπληρώνεσαι | ακριβοπληρωθείς |
3 sg | ακριβοπληρώνει | ακριβοπληρώσει | ακριβοπληρώνεται | ακριβοπληρωθεί |
1 pl | ακριβοπληρώνουμε, [‑ομε] | ακριβοπληρώσουμε, [‑ομε] | ακριβοπληρωνόμαστε | ακριβοπληρωθούμε |
2 pl | ακριβοπληρώνετε | ακριβοπληρώσετε | ακριβοπληρώνεστε, ακριβοπληρωνόσαστε | ακριβοπληρωθείτε |
3 pl | ακριβοπληρώνουν(ε) | ακριβοπληρώσουν(ε) | ακριβοπληρώνονται | ακριβοπληρωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ακριβοπλήρωνα | ακριβοπλήρωσα | ακριβοπληρωνόμουν(α) | ακριβοπληρώθηκα |
2 sg | ακριβοπλήρωνες | ακριβοπλήρωσες | ακριβοπληρωνόσουν(α) | ακριβοπληρώθηκες |
3 sg | ακριβοπλήρωνε | ακριβοπλήρωσε | ακριβοπληρωνόταν(ε) | ακριβοπληρώθηκε |
1 pl | ακριβοπληρώναμε | ακριβοπληρώσαμε | ακριβοπληρωνόμασταν, (‑όμαστε) | ακριβοπληρωθήκαμε |
2 pl | ακριβοπληρώνατε | ακριβοπληρώσατε | ακριβοπληρωνόσασταν, (‑όσαστε) | ακριβοπληρωθήκατε |
3 pl | ακριβοπλήρωναν, ακριβοπληρώναν(ε) | ακριβοπλήρωσαν, ακριβοπληρώσαν(ε) | ακριβοπληρώνονταν, (ακριβοπληρωνόντουσαν) | ακριβοπληρώθηκαν, ακριβοπληρωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ακριβοπληρώνω ➤ | θα ακριβοπληρώσω ➤ | θα ακριβοπληρώνομαι ➤ | θα ακριβοπληρωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ακριβοπληρώνεις, … | θα ακριβοπληρώσεις, … | θα ακριβοπληρώνεσαι, … | θα ακριβοπληρωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ακριβοπληρώσει έχω, έχεις, … ακριβοπληρωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ακριβοπληρωθεί είμαι, είσαι, … ακριβοπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ακριβοπληρώσει είχα, είχες, … ακριβοπληρωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ακριβοπληρωθεί ήμουν, ήσουν, … ακριβοπληρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ακριβοπληρώσει θα έχω, θα έχεις, … ακριβοπληρωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ακριβοπληρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … ακριβοπληρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | ακριβοπλήρωνε | ακριβοπλήρωσε | — | ακριβοπληρώσου |
2 pl | ακριβοπληρώνετε | ακριβοπληρώστε | ακριβοπληρώνεστε | ακριβοπληρωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ακριβοπληρώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ακριβοπληρώσει ➤ | ακριβοπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ακριβοπληρώσει | ακριβοπληρωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- αδροπληρώνω (adropliróno, “to pay handsomely”)
Antonyms
- ακριβοπουλώ (akrivopouló, “to sell at a high price”)
Derived terms
- ακριβοπληρωμένος (akrivopliroménos, participle)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.