αδροπληρώνω
Greek
Verb
αδροπληρώνω • (adropliróno) (past αδροπλήρωσα, passive αδροπληρώνομαι)
- to overpay, pay handsomely
Conjugation
αδροπληρώνω αδροπληρώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αδροπληρώνω | αδροπληρώσω | αδροπληρώνομαι | αδροπληρωθώ |
2 sg | αδροπληρώνεις | αδροπληρώσεις | αδροπληρώνεσαι | αδροπληρωθείς |
3 sg | αδροπληρώνει | αδροπληρώσει | αδροπληρώνεται | αδροπληρωθεί |
1 pl | αδροπληρώνουμε, [‑ομε] | αδροπληρώσουμε, [‑ομε] | αδροπληρωνόμαστε | αδροπληρωθούμε |
2 pl | αδροπληρώνετε | αδροπληρώσετε | αδροπληρώνεστε, αδροπληρωνόσαστε | αδροπληρωθείτε |
3 pl | αδροπληρώνουν(ε) | αδροπληρώσουν(ε) | αδροπληρώνονται | αδροπληρωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αδροπλήρωνα | αδροπλήρωσα | αδροπληρωνόμουν(α) | αδροπληρώθηκα |
2 sg | αδροπλήρωνες | αδροπλήρωσες | αδροπληρωνόσουν(α) | αδροπληρώθηκες |
3 sg | αδροπλήρωνε | αδροπλήρωσε | αδροπληρωνόταν(ε) | αδροπληρώθηκε |
1 pl | αδροπληρώναμε | αδροπληρώσαμε | αδροπληρωνόμασταν, (‑όμαστε) | αδροπληρωθήκαμε |
2 pl | αδροπληρώνατε | αδροπληρώσατε | αδροπληρωνόσασταν, (‑όσαστε) | αδροπληρωθήκατε |
3 pl | αδροπλήρωναν, αδροπληρώναν(ε) | αδροπλήρωσαν, αδροπληρώσαν(ε) | αδροπληρώνονταν, (αδροπληρωνόντουσαν) | αδροπληρώθηκαν, αδροπληρωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αδροπληρώνω ➤ | θα αδροπληρώσω ➤ | θα αδροπληρώνομαι ➤ | θα αδροπληρωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αδροπληρώνεις, … | θα αδροπληρώσεις, … | θα αδροπληρώνεσαι, … | θα αδροπληρωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αδροπληρώσει έχω, έχεις, … αδροπληρωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αδροπληρωθεί είμαι, είσαι, … αδροπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αδροπληρώσει είχα, είχες, … αδροπληρωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αδροπληρωθεί ήμουν, ήσουν, … αδροπληρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αδροπληρώσει θα έχω, θα έχεις, … αδροπληρωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αδροπληρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … αδροπληρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αδροπλήρωνε | αδροπλήρωσε | — | αδροπληρώσου |
2 pl | αδροπληρώνετε | αδροπληρώστε | αδροπληρώνεστε | αδροπληρωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αδροπληρώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αδροπληρώσει ➤ | αδροπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αδροπληρώσει | αδροπληρωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- ακριβοπληρώνω (akrivopliróno)
Related terms
- and see: αδρομισθία f (adromisthía, “hefty salary”)
- πληρώνω (pliróno, “to pay”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.