αεροφωτογραφίζω
Greek
Alternative forms
- αεροφωτογραφώ (aerofotografó) (more formal)
Etymology
From αεροφωτογραφ(ία) (“aerial photograph”) + -ίζω. Also + -ώ for the more formal variation αεροφωτογραφώ.
Pronunciation
- IPA(key): /aerofotoɣraˈfizo/
- Hyphenation: α‧ε‧ρο‧φω‧το‧γρα‧φί‧ζω
Verb
αεροφωτογραφίζω • (aerofotografízo) (past αεροφωτογράφισα, passive αεροφωτογραφίζομαι)
- to take aerial photographs
Conjugation
αεροφωτογραφίζω αεροφωτογραφίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αεροφωτογραφίζω (αεροφωτογραφώ →) | αεροφωτογραφίσω | αεροφωτογραφίζομαι | αεροφωτογραφηθώ, αεροφωτογραφιστώ1 |
2 sg | αεροφωτογραφίζεις | αεροφωτογραφίσεις | αεροφωτογραφίζεσαι | αεροφωτογραφηθείς, αεροφωτογραφιστείς |
3 sg | αεροφωτογραφίζει | αεροφωτογραφίσει | αεροφωτογραφίζεται | αεροφωτογραφηθεί, αεροφωτογραφιστεί |
1 pl | αεροφωτογραφίζουμε, [‑ομε] | αεροφωτογραφίσουμε, [‑ομε] | αεροφωτογραφιζόμαστε | αεροφωτογραφηθούμε, αεροφωτογραφιστούμε |
2 pl | αεροφωτογραφίζετε | αεροφωτογραφίσετε | αεροφωτογραφίζεστε, αεροφωτογραφιζόσαστε | αεροφωτογραφηθείτε, αεροφωτογραφιστείτε |
3 pl | αεροφωτογραφίζουν(ε) | αεροφωτογραφίσουν(ε) | αεροφωτογραφίζονται | αεροφωτογραφηθούν(ε), αεροφωτογραφιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | αεροφωτογράφιζα | αεροφωτογράφισα | αεροφωτογραφιζόμουν(α) | αεροφωτογραφήθηκα, αεροφωτογραφίστηκα1 |
2 sg | αεροφωτογράφιζες | αεροφωτογράφισες | αεροφωτογραφιζόσουν(α) | αεροφωτογραφίστηκες, αεροφωτογραφήθηκες |
3 sg | αεροφωτογράφιζε | αεροφωτογράφισε | αεροφωτογραφιζόταν(ε) | αεροφωτογραφίστηκε, αεροφωτογραφήθηκε |
1 pl | αεροφωτογραφίζαμε | αεροφωτογραφίσαμε | αεροφωτογραφιζόμασταν, (‑όμαστε) | αεροφωτογραφηθήκαμε, αεροφωτογραφιστήκαμε |
2 pl | αεροφωτογραφίζατε | αεροφωτογραφίσατε | αεροφωτογραφιζόσασταν, (‑όσαστε) | αεροφωτογραφηθήκατε, αεροφωτογραφιστήκατε |
3 pl | αεροφωτογράφιζαν, αεροφωτογραφίζαν(ε) | αεροφωτογράφισαν, αεροφωτογραφίσαν(ε) | αεροφωτογραφίζονταν, (αεροφωτογραφιζόντουσαν) | αεροφωτογραφίστηκαν, αεροφωτογραφηθήκαν(ε), αεροφωτογραφήθηκαν, αεροφωτογραφιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αεροφωτογραφίζω ➤ | θα αεροφωτογραφίσω ➤ | θα αεροφωτογραφίζομαι ➤ | θα αεροφωτογραφηθώ / αεροφωτογραφιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αεροφωτογραφίζεις, … | θα αεροφωτογραφίσεις, … | θα αεροφωτογραφίζεσαι, … | θα αεροφωτογραφηθείς / αεροφωτογραφιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αεροφωτογραφίσει έχω, έχεις, … αεροφωτογραφημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … αεροφωτογραφηθεί / αεροφωτογραφιστεί είμαι, είσαι, … αεροφωτογραφημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αεροφωτογραφίσει είχα, είχες, … αεροφωτογραφημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … αεροφωτογραφηθεί / αεροφωτογραφιστεί ήμουν, ήσουν, … αεροφωτογραφημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αεροφωτογραφίσει θα έχω, θα έχεις, … αεροφωτογραφημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … αεροφωτογραφηθεί / αεροφωτογραφιστεί θα είμαι, θα είσαι, … αεροφωτογραφημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | αεροφωτογράφιζε | αεροφωτογράφισε | — | αεροφωτογραφήσου, αεροφωτογραφίσου2 |
2 pl | αεροφωτογραφίζετε | αεροφωτογραφίστε | αεροφωτογραφίζεστε | αεροφωτογραφηθείτε, [αεροφωτογραφιστείτε]1 |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αεροφωτογραφίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αεροφωτογραφίσει ➤ | αεροφωτογραφημένος, ‑η, ‑o / [αεροφωτογραφισμένος, ‑η, ‑o]1 ➤ | ||
Nonfinite form➤ | αεροφωτογραφίσει | αεροφωτογραφηθεί, [αεροφωτογραφιστεί]1 | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Passive forms with -ιστ, -ισμ are rare. The -ηθ, -ημ forms, from the 2nd-conjugation verb αεροφωτογραφώ prevail. 2. Especially for the imperative, the -ίσου ending is more common than the ‑ήσου form. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αεροφωτογραφία f (aerofotografía, “aerial photograph”)
- αεροφωτογράφιση f (aerofotográfisi, “aerial photography”)
- φωτογραφίζω (fotografízo), φωτογραφώ (fotografó, “photograph”)
- and see: φωτογραφία f (fotografía, “photography”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.