αεροφωτογραφία
Greek
Etymology
Calque of English aerial photograph.
Pronunciation
- IPA(key): /aerofotoɣraˈfi.a/
- Hyphenation: α‧ε‧ρο‧φω‧το‧γρα‧φί‧α
Declension
declension of αεροφωτογραφία
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | αεροφωτογραφία • | αεροφωτογραφίες • |
genitive | αεροφωτογραφίας • | αεροφωτογραφιών • |
accusative | αεροφωτογραφία • | αεροφωτογραφίες • |
vocative | αεροφωτογραφία • | αεροφωτογραφίες • |
Related terms
- αεροφωτογραφίζω (aerofotografízo, “take aerial photographs”)
- αεροφωτογράφιση f (aerofotográfisi, “aerial photography”)
- φωτογραφία f (fotografía, “photograph”)
- and see: αερο- (aero-)
Further reading
- αεροφωτογραφία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.