χαρακτηρίζω
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek χαρακτηρίζω (kharaktērízō).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /xa.ɾa.ktiˈɾi.zo/
- Hyphenation: χα‧ρα‧κτη‧ρί‧ζω
Verb
χαρακτηρίζω • (charaktirízo) (past χαρακτήρισα, passive χαρακτηρίζομαι, p‑past χαρακτηρίστηκα)
- to characterize (to be typical of)
- to characterize (to depict someone or something a particular way)
- to categorize
Conjugation
χαρακτηρίζω χαρακτηρίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | χαρακτηρίζω | χαρακτηρίσω | χαρακτηρίζομαι | χαρακτηριστώ |
2 sg | χαρακτηρίζεις | χαρακτηρίσεις | χαρακτηρίζεσαι | χαρακτηριστείς |
3 sg | χαρακτηρίζει | χαρακτηρίσει | χαρακτηρίζεται | χαρακτηριστεί |
1 pl | χαρακτηρίζουμε, [‑ομε] | χαρακτηρίσουμε, [‑ομε] | χαρακτηριζόμαστε | χαρακτηριστούμε |
2 pl | χαρακτηρίζετε | χαρακτηρίσετε | χαρακτηρίζεστε, χαρακτηριζόσαστε | χαρακτηριστείτε |
3 pl | χαρακτηρίζουν(ε) | χαρακτηρίσουν(ε) | χαρακτηρίζονται | χαρακτηριστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | χαρακτήριζα | χαρακτήρισα | χαρακτηριζόμουν(α) | χαρακτηρίστηκα |
2 sg | χαρακτήριζες | χαρακτήρισες | χαρακτηριζόσουν(α) | χαρακτηρίστηκες |
3 sg | χαρακτήριζε | χαρακτήρισε | χαρακτηριζόταν(ε) | χαρακτηρίστηκε |
1 pl | χαρακτηρίζαμε | χαρακτηρίσαμε | χαρακτηριζόμασταν, (‑όμαστε) | χαρακτηριστήκαμε |
2 pl | χαρακτηρίζατε | χαρακτηρίσατε | χαρακτηριζόσασταν, (‑όσαστε) | χαρακτηριστήκατε |
3 pl | χαρακτήριζαν, χαρακτηρίζαν(ε) | χαρακτήρισαν, χαρακτηρίσαν(ε) | χαρακτηρίζονταν, (χαρακτηριζόντουσαν) | χαρακτηρίστηκαν, χαρακτηριστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα χαρακτηρίζω ➤ | θα χαρακτηρίσω ➤ | θα χαρακτηρίζομαι ➤ | θα χαρακτηριστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα χαρακτηρίζεις, … | θα χαρακτηρίσεις, … | θα χαρακτηρίζεσαι, … | θα χαρακτηριστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … χαρακτηρίσει έχω, έχεις, … χαρακτηρισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … χαρακτηριστεί είμαι, είσαι, … χαρακτηρισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … χαρακτηρίσει είχα, είχες, … χαρακτηρισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … χαρακτηριστεί ήμουν, ήσουν, … χαρακτηρισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … χαρακτηρίσει θα έχω, θα έχεις, … χαρακτηρισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … χαρακτηριστεί θα είμαι, θα είσαι, … χαρακτηρισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | χαρακτήριζε | χαρακτήρισε | — | χαρακτηρίσου |
2 pl | χαρακτηρίζετε | χαρακτηρίστε | χαρακτηρίζεστε | χαρακτηριστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | χαρακτηρίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας χαρακτηρίσει ➤ | χαρακτηρισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | χαρακτηρίσει | χαρακτηριστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- see: χαρακτήρας (charaktíras)
References
- χαρακτηρίζω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.