φυλλομετρώ
Greek
Alternative forms
- φυλλομετράω (fyllometráo) (less formal)
Etymology
φύλλο (fýllo, “leaf, page”) + μετρώ/μετράω (metró/metráo, “measure”), a free translation of French feuilleter.[1][2]
Pronunciation
- IPA(key): /fi.lo.meˈtɾo/
- Hyphenation: φυλ‧λο‧με‧τρώ
Verb
φυλλομετρώ • (fyllometró) / φυλλομετράω (past φυλλομέτρησα, passive φυλλομετρούμαι/φυλλομετριέμαι, p‑past φυλλομετρήθηκα, ppp φυλλομετρημένος)
Conjugation
φυλλομετρώ, φυλλομετρούμαι - φυλλομετράω, φυλλομετριέμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | φυλλομετρώ - φυλλομετράω1 | φυλλομετρήσω | φυλλομετρούμαι - φυλλομετριέμαι1 | φυλλομετρηθώ |
2 sg | φυλλομετρείς - φυλλομετράς | φυλλομετρήσεις | φυλλομετρείσαι - φυλλομετριέσαι | φυλλομετρηθείς |
3 sg | φυλλομετρεί - φυλλομετράει | φυλλομετρήσει | φυλλομετρείται - φυλλομετριέται | φυλλομετρηθεί |
1 pl | φυλλομετρούμε - φυλλομετράμε | φυλλομετρήσουμε, [-ομε] | φυλλομετρούμαστε - φυλλομετριόμαστε | φυλλομετρηθούμε |
2 pl | φυλλομετρείτε - φυλλομετράτε | φυλλομετρήσετε | φυλλομετρείστε, {φυλλομετρείσθε} - φυλλομετριέστε, (‑ιόσαστε) | φυλλομετρηθείτε |
3 pl | φυλλομετρούν(ε) - φυλλομετράνε, φυλλομετράν | φυλλομετρήσουν(ε) | φυλλομετρούνται - φυλλομετριούνται, (‑ιόνται) | φυλλομετρηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | φυλλομετρούσα - φυλλομέτραγα | φυλλομέτρησα | [φυλλομετρούμουν]2 - φυλλομετριόμουν(α) | φυλλομετρήθηκα |
2 sg | φυλλομετρούσες - φυλλομέτραγες | φυλλομέτρησες | [φυλλομετρούσουν] - φυλλομετριόσουν(α) | φυλλομετρήθηκες |
3 sg | φυλλομετρούσε - φυλλομέτραγε | φυλλομέτρησε | φυλλομετρούνταν -φυλλομετριόταν(ε) | φυλλομετρήθηκε |
1 pl | φυλλομετρούσαμε - φυλλομετράγαμε | φυλλομετρήσαμε | φυλλομετρούμασταν, (‑ούμαστε) - φυλλομετριόμασταν, (‑ιόμαστε) | φυλλομετρηθήκαμε |
2 pl | φυλλομετρούσατε - φυλλομετράγατε | φυλλομετρήσατε | [φυλλομετρούσασταν, (‑ούσαστε)]2 - φυλλομετριόσασταν, (‑ιόσαστε) | φυλλομετρηθήκατε |
3 pl | φυλλομετρούσαν(ε) - φυλλομέτραγαν, φυλλομετράγανε | φυλλομέτρησαν, φυλλομετρήσαν(ε) | φυλλομετρούνταν - φυλλομετριόνταν(ε), φυλλομετριόντουσαν, φυλλομετριούνταν | φυλλομετρήθηκαν, φυλλομετρηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα φυλλομετρώ - θα φυλλομετράω ➤ | θα φυλλομετρήσω ➤ | θα φυλλομετρούμαι - φυλλομετριέμαι ➤ | θα φυλλομετρηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα φυλλομετρείς - φυλλομετράς, … | θα φυλλομετρήσεις, … | θα φυλλομετρείσαι - φυλλομετριέσαι, … | θα φυλλομετρηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … φυλλομετρήσει έχω, έχεις, … φυλλομετρημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … φυλλομετρηθεί είμαι, είσαι, … φυλλομετρημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … φυλλομετρήσει είχα, είχες, … φυλλομετρημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … φυλλομετρηθεί ήμουν, ήσουν, … φυλλομετρημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … φυλλομετρήσει θα έχω, θα έχεις, … φυλλομετρημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … φυλλομετρηθεί θα είμαι, θα είσαι, … φυλλομετρημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | φυλλομέτρα, φυλλομέτραγε | φυλλομέτρησε, φυλλομέτρα | — | φυλλομετρήσου |
2 pl | φυλλομετρείτε - φυλλομετράτε | φυλλομετρήστε | φυλλομετρείστε - φυλλομετριέστε | φυλλομετρηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | φυλλομετρώντας ➤ | φυλλομετρούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας φυλλομετρήσει ➤ | φυλλομετρημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | φυλλομετρήσει | φυλλομετρηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class B (with -είς, -ούμαι endings) and colloquially as Class A (with -α, -ιέμαι endings). 2. The forms -ούμουν(α), -ούσουν(α), -ούσασταν are unusual • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- φυλλομέτρημα n (fyllométrima)
- φυλλομέτρηση f (fyllométrisi)
References
- φυλλομετρώ - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- φυλλομετρώ - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.