υπερφορτώνω
Greek
Etymology
Learned borrowing from Byzantine Greek ὑπερφορτώνω (huperphortṓnō). By surface analysis, υπερ- (yper-, “over”) + φορτώνω (fortóno, “load”).
Pronunciation
- IPA(key): /i.peɾ.foɾˈto.no/
- Hyphenation: υ‧περ‧φορ‧τώ‧νω
Verb
υπερφορτώνω • (yperfortóno) (past υπερφόρτωσα, passive υπερφορτώνομαι, p‑past υπερφορτώθηκα, ppp υπερφορτωμένος)
Conjugation
υπερφορτώνω υπερφορτώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | υπερφορτώνω | υπερφορτώσω | υπερφορτώνομαι | υπερφορτωθώ |
2 sg | υπερφορτώνεις | υπερφορτώσεις | υπερφορτώνεσαι | υπερφορτωθείς |
3 sg | υπερφορτώνει | υπερφορτώσει | υπερφορτώνεται | υπερφορτωθεί |
1 pl | υπερφορτώνουμε, [‑ομε] | υπερφορτώσουμε, [‑ομε] | υπερφορτωνόμαστε | υπερφορτωθούμε |
2 pl | υπερφορτώνετε | υπερφορτώσετε | υπερφορτώνεστε, υπερφορτωνόσαστε | υπερφορτωθείτε |
3 pl | υπερφορτώνουν(ε) | υπερφορτώσουν(ε) | υπερφορτώνονται | υπερφορτωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | υπερφόρτωνα | υπερφόρτωσα | υπερφορτωνόμουν(α) | υπερφορτώθηκα |
2 sg | υπερφόρτωνες | υπερφόρτωσες | υπερφορτωνόσουν(α) | υπερφορτώθηκες |
3 sg | υπερφόρτωνε | υπερφόρτωσε | υπερφορτωνόταν(ε) | υπερφορτώθηκε |
1 pl | υπερφορτώναμε | υπερφορτώσαμε | υπερφορτωνόμασταν, (‑όμαστε) | υπερφορτωθήκαμε |
2 pl | υπερφορτώνατε | υπερφορτώσατε | υπερφορτωνόσασταν, (‑όσαστε) | υπερφορτωθήκατε |
3 pl | υπερφόρτωναν, υπερφορτώναν(ε) | υπερφόρτωσαν, υπερφορτώσαν(ε) | υπερφορτώνονταν, (υπερφορτωνόντουσαν) | υπερφορτώθηκαν, υπερφορτωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα υπερφορτώνω ➤ | θα υπερφορτώσω ➤ | θα υπερφορτώνομαι ➤ | θα υπερφορτωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα υπερφορτώνεις, … | θα υπερφορτώσεις, … | θα υπερφορτώνεσαι, … | θα υπερφορτωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … υπερφορτώσει έχω, έχεις, … υπερφορτωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … υπερφορτωθεί είμαι, είσαι, … υπερφορτωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … υπερφορτώσει είχα, είχες, … υπερφορτωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … υπερφορτωθεί ήμουν, ήσουν, … υπερφορτωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … υπερφορτώσει θα έχω, θα έχεις, … υπερφορτωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … υπερφορτωθεί θα είμαι, θα είσαι, … υπερφορτωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | υπερφόρτωνε | υπερφόρτωσε | — | υπερφορτώσου |
2 pl | υπερφορτώνετε | υπερφορτώστε | υπερφορτώνεστε | υπερφορτωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | υπερφορτώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας υπερφορτώσει ➤ | υπερφορτωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | υπερφορτώσει | υπερφορτωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Further reading
- υπερφορτώνω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.