συμπεριλαμβάνω

Greek

Etymology

Learned borrowing from Koine Greek συμπεριλαμβάνω (sumperilambánō). By surface analysis, συμ- (sym-) + περιλαμβάνω (perilamváno) < περι- (peri-) + λαμβάνω (lamváno).

Pronunciation

  • IPA(key): /sim.be.ɾi.laɱˈva.no/
  • Hyphenation: συ‧μπε‧ρι‧λαμ‧βά‧νω

Verb

συμπεριλαμβάνω • (symperilamváno) (past συμπεριέλαβα, passive συμπεριλαμβάνομαι, ppast συμπεριλήφθηκα)

  1. include

Conjugation

  • συμπεριλαμβανόμενος (symperilamvanómenos, passive present participle) & expression συμπεριλαμβανομένου (symperilamvanoménou)
  • συμπεριληφθείς m (symperiliftheís, passive past participle), συμπεριληφθείσα f (symperiliftheísa), συμπεριληφθέν n (symperilifthén) (formal or dated)
  • συμπερίληψη f (symperílipsi)
  • and see: συν (syn), περιλαμβάνω (perilamváno), περί (perí), and λαμβάνω (lamváno)

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.