συμπεριλαμβάνω
Greek
Etymology
Learned borrowing from Koine Greek συμπεριλαμβάνω (sumperilambánō). By surface analysis, συμ- (sym-) + περιλαμβάνω (perilamváno) < περι- (peri-) + λαμβάνω (lamváno).
Pronunciation
- IPA(key): /sim.be.ɾi.laɱˈva.no/
- Hyphenation: συ‧μπε‧ρι‧λαμ‧βά‧νω
Verb
συμπεριλαμβάνω • (symperilamváno) (past συμπεριέλαβα, passive συμπεριλαμβάνομαι, p‑past συμπεριλήφθηκα)
Conjugation
συμπεριλαμβάνω συμπεριλαμβάνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συμπεριλαμβάνω | συμπεριλάβω | συμπεριλαμβάνομαι | συμπεριληφθώ |
2 sg | συμπεριλαμβάνεις | συμπεριλάβεις | συμπεριλαμβάνεσαι | συμπεριληφθείς |
3 sg | συμπεριλαμβάνει | συμπεριλάβει | συμπεριλαμβάνεται | συμπεριληφθεί |
1 pl | συμπεριλαμβάνουμε, [‑ομε] | συμπεριλάβουμε, [‑ομε] | συμπεριλαμβανόμαστε | συμπεριληφθούμε |
2 pl | συμπεριλαμβάνετε | συμπεριλάβετε | συμπεριλαμβάνεστε, συμπεριλαμβάνεσθε, (συμπεριλαμβανόσαστε) | συμπεριληφθείτε |
3 pl | συμπεριλαμβάνουν(ε) | συμπεριλάβουν(ε) | συμπεριλαμβάνονται | συμπεριληφθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | συμπεριλάμβανα | συμπεριέλαβα | συμπεριλαμβανόμουν(α) | συμπεριλήφθηκα1 |
2 sg | συμπεριλάμβανες | συμπεριέλαβες | συμπεριλαμβανόσουν(α) | συμπεριλήφθηκες |
3 sg | συμπεριλάμβανε | συμπεριέλαβε | συμπεριλαμβανόταν(ε) | συμπεριλήφθηκε, {συμπεριελήφθη} |
1 pl | συμπεριλαμβάναμε | συμπεριλάβαμε | συμπεριλαμβανόμασταν, (‑όμαστε) | συμπεριληφθήκαμε |
2 pl | συμπεριλαμβάνατε | συμπεριλάβατε | συμπεριλαμβανόσασταν, (‑όσαστε) | συμπεριληφθήκατε |
3 pl | συμπεριλάμβαναν, συμπεριλαμβάναν(ε) | συμπεριέλαβαν, συμπεριλάβαν(ε) | συμπεριλαμβάνονταν, (συμπεριλαμβανόντουσαν) | συμπεριλήφθηκαν, συμπεριληφθήκανε, {συμπεριελήφθησαν} |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συμπεριλαμβάνω ➤ | θα συμπεριλάβω ➤ | θα συμπεριλαμβάνομαι ➤ | θα συμπεριληφθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συμπεριλαμβάνεις, … | θα συμπεριλάβεις, … | θα συμπεριλαμβάνεσαι, … | θα συμπεριληφθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συμπεριλάβει | έχω, έχεις, … συμπεριληφθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συμπεριλάβει | είχα, είχες, … συμπεριληφθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συμπεριλάβει | θα έχω, θα έχεις, … συμπεριληφθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | συμπεριλάμβανε | συμπερίλαβε | — | — |
2 pl | συμπεριλαμβάνετε | συμπεριλάβετε | συμπεριλαμβάνεστε, συμπεριλαμβάνεσθε | συμπεριληφθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συμπεριλαμβάνοντας ➤ | συμπεριλαμβανόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συμπεριλάβει ➤ | — | ||
Nonfinite form➤ | συμπεριλάβει | συμπεριληφθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- συμπεριλαμβανόμενος (symperilamvanómenos, passive present participle) & expression συμπεριλαμβανομένου (symperilamvanoménou)
- συμπεριληφθείς m (symperiliftheís, passive past participle), συμπεριληφθείσα f (symperiliftheísa), συμπεριληφθέν n (symperilifthén) (formal or dated)
- συμπερίληψη f (symperílipsi)
- and see: συν (syn), περιλαμβάνω (perilamváno), περί (perí), and λαμβάνω (lamváno)
Further reading
- συμπεριλαμβάνω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.