ριψοκινδυνεύω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ɾi.pso.cin.ðiˈne.vo/
- Hyphenation: ρι‧ψο‧κιν‧δυ‧νεύ‧ω
Verb
ριψοκινδυνεύω • (ripsokindynévo) (past ριψοκινδύνεψα/ριψοκινδύνευσα, passive —)
- to risk, to take a chance
Conjugation
ριψοκινδυνεύω (active forms only)
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | ριψοκινδυνεύω | ριψοκινδυνέψω, ριψοκινδυνεύσω1 | ||
2 sg | ριψοκινδυνεύεις | ριψοκινδυνέψεις, ριψοκινδυνεύσεις | ||
3 sg | ριψοκινδυνεύει | ριψοκινδυνέψει, ριψοκινδυνεύσει | ||
1 pl | ριψοκινδυνεύουμε, [‑ομε] | ριψοκινδυνέψουμε, [‑ομε], ριψοκινδυνεύσουμε, [‑ομε] | ||
2 pl | ριψοκινδυνεύετε | ριψοκινδυνέψετε, ριψοκινδυνεύσετε | ||
3 pl | ριψοκινδυνεύουν(ε) | ριψοκινδυνέψουν(ε), ριψοκινδυνεύσουν(ε) | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | ριψοκινδύνευα | ριψοκινδύνεψα, ριψοκινδύνευσα1 | ||
2 sg | ριψοκινδύνευες | ριψοκινδύνεψες, ριψοκινδύνευσες | ||
3 sg | ριψοκινδύνευε | ριψοκινδύνεψε, ριψοκινδύνευσε | ||
1 pl | ριψοκινδυνεύαμε | ριψοκινδυνέψαμε, ριψοκινδυνεύσαμε | ||
2 pl | ριψοκινδυνεύατε | ριψοκινδυνέψατε, ριψοκινδυνεύσατε | ||
3 pl | ριψοκινδύνευαν, ριψοκινδυνεύαν(ε) | ριψοκινδύνεψαν, ριψοκινδυνέψαν(ε), ριψοκινδύνευσαν | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα ριψοκινδυνεύω ➤ | θα ριψοκινδυνέψω / ριψοκινδυνεύσω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ριψοκινδυνεύεις, … | θα ριψοκινδυνέψεις / ριψοκινδυνεύσεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ριψοκινδυνέψει / ριψοκινδυνεύσει | |||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ριψοκινδυνέψει / ριψοκινδυνεύσει | |||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ριψοκινδυνέψει / ριψοκινδυνεύσει | |||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | ριψοκινδύνευε | ριψοκινδύνεψε, ριψοκινδύνευσε | ||
2 pl | ριψοκινδυνεύετε | ριψοκινδυνέψτε, ριψοκινδυνεύστε | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | ριψοκινδυνεύοντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας ριψοκινδυνέψει ➤ | |||
Passive perfect participle ➤ | — | |||
Nonfinite form ➤ | ριψοκινδυνέψει, ριψοκινδυνεύσει | |||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Second forms with ευσ- are formal but common. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
Further reading
- ριψοκινδυνεύω - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.