προστατεύω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /pɾo.staˈte.vo/
- Hyphenation: προ‧στα‧τεύ‧ω
Verb
προστατεύω • (prostatévo) (past προστάτευσα/προστάτεψα, passive προστατεύομαι, p‑past προστατεύθηκα/προστατεύτηκα, ppp προστατευμένος)
Conjugation
προστατεύω προστατεύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | προστατεύω | προστατεύσω, προστατέψω1 | προστατεύομαι | προστατευθώ, προστατευτώ |
2 sg | προστατεύεις | προστατεύσεις, προστατέψεις | προστατεύεσαι | προστατευθείς, προστατευτείς |
3 sg | προστατεύει | προστατεύσει, προστατέψει | προστατεύεται | προστατευθεί, προστατευτεί |
1 pl | προστατεύουμε, [‑ομε] | προστατεύσουμε, [‑ομε], προστατέψουμε, [‑ομε] | προστατευόμαστε | προστατευθούμε, προστατευτούμε |
2 pl | προστατεύετε | προστατεύσετε, προστατέψετε | προστατεύεστε, προστατευόσαστε | προστατευθείτε, προστατευτείτε |
3 pl | προστατεύουν(ε) | προστατεύσουν(ε), προστατέψουν(ε) | προστατεύονται | προστατευθούν(ε), προστατευτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | προστάτευα | προστάτευσα, προστάτεψα1 | προστατευόμουν(α) | προστατεύθηκα, προστατεύτηκα |
2 sg | προστάτευες | προστάτευσες, προστάτεψες | προστατευόσουν(α) | προστατεύθηκες, προστατεύτηκες |
3 sg | προστάτευε | προστάτευσε, προστάτεψε | προστατευόταν(ε) | προστατεύθηκε, προστατεύτηκε |
1 pl | προστατεύαμε | προστατεύσαμε, προστατέψαμε | προστατευόμασταν, (‑όμαστε) | προστατευθήκαμε, προστατευτήκαμε |
2 pl | προστατεύατε | προστατεύσατε, προστατέψατε | προστατευόσασταν, (‑όσαστε) | προστατευθήκατε, προστατευτήκατε |
3 pl | προστάτευαν, προστατεύαν(ε) | προστάτευσαν, προστατεύσαν(ε), προστάτεψαν | προστατεύονταν, (προστατευόντουσαν) | προστατεύθηκαν, προστατευθήκαν(ε), προστατεύτηκαν, προστατευτήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα προστατεύω ➤ | θα προστατεύσω / προστατέψω ➤ | θα προστατεύομαι ➤ | θα προστατευθώ / προστατευτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα προστατεύεις, … | θα προστατεύσεις / προστατέψεις, … | θα προστατεύεσαι, … | θα προστατευθείς / προστατευτείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … προστατεύσει / προστατέψει έχω, έχεις, … προστατευμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … προστατευθεί / προστατευτεί είμαι, είσαι, … προστατευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … προστατεύσει / προστατέψει είχα, είχες, … προστατευμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … προστατευθεί / προστατευτεί ήμουν, ήσουν, … προστατευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … προστατεύσει / προστατέψει θα έχω, θα έχεις, … προστατευμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … προστατευθεί / προστατευτεί θα είμαι, θα είσαι, … προστατευμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | προστάτευε | προστάτευσε, προστάτεψε / προστάτευ' 2 | — | προστατεύσου, προστατέψου |
2 pl | προστατεύετε | προστατεύστε, προστατέψτε / προστατεύτε3 | προστατεύεστε | προστατευθείτε, προστατευτείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | προστατεύοντας ➤ | προστατευόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας προστατεύσει / προστατέψει ➤ | προστατευμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | προστατεύσει, προστατέψει | προστατευθεί, προστατευτεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The active forms with < ψ > are colloquial. 2. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. προστάτευ' τον ("protect him!"). 3. Colloquial. • Passive forms with -ευθ- are more formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- προστατευόμενος (prostatevómenos, “protégée”, passive present participle)
- προστατευμένος (prostatevménos, “protected”, passive perfect participle)
- and see: προστασία f (prostasía, “protection”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.