προμηθεύω
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /pɾo.miˈθe.vo/
- Hyphenation: προ‧μη‧θεύ‧ω
Verb
προμηθεύω • (promithévo) (past προμήθευσα/προμήθεψα, passive προμηθεύομαι, p‑past προμηθεύθηκα/προμηθεύτηκα)
Conjugation
προμηθεύω προμηθεύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | προμηθεύω | προμηθεύσω, προμηθέψω | προμηθεύομαι | προμηθευτώ, προμηθευθώ |
2 sg | προμηθεύεις | προμηθεύσεις, προμηθέψεις | προμηθεύεσαι | προμηθευτείς, προμηθευθείς |
3 sg | προμηθεύει | προμηθεύσει, προμηθέψει | προμηθεύεται | προμηθευτεί, προμηθευθεί |
1 pl | προμηθεύουμε, [‑ομε] | προμηθεύσουμε, [‑ομε], προμηθέψουμε, [‑ομε] | προμηθευόμαστε | προμηθευτούμε, προμηθευθούμε |
2 pl | προμηθεύετε | προμηθεύσετε, προμηθέψετε | προμηθεύεστε, προμηθευόσαστε | προμηθευτείτε, προμηθευθείτε |
3 pl | προμηθεύουν(ε) | προμηθεύσουν(ε), προμηθέψουν(ε) | προμηθεύονται | προμηθευτούν(ε), προμηθευθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | προμήθευα | προμήθευσα, προμήθεψα | προμηθευόμουν(α) | προμηθεύτηκα, προμηθεύθηκα |
2 sg | προμήθευες | προμήθευσες, προμήθεψες | προμηθευόσουν(α) | προμηθεύτηκες, προμηθεύθηκες |
3 sg | προμήθευε | προμήθευσε, προμήθεψε | προμηθευόταν(ε) | προμηθεύτηκε, προμηθεύθηκε |
1 pl | προμηθεύαμε | προμηθεύσαμε, προμηθέψαμε | προμηθευόμασταν, (‑όμαστε) | προμηθευτήκαμε, προμηθευθήκαμε |
2 pl | προμηθεύατε | προμηθεύσατε, προμηθέψατε | προμηθευόσασταν, (‑όσαστε) | προμηθευτήκατε, προμηθευθήκατε |
3 pl | προμήθευαν, προμηθεύαν(ε) | προμήθευσαν, προμηθεύσαν(ε), προμήθεψαν | προμηθεύονταν, (προμηθευόντουσαν) | προμηθεύτηκαν, προμηθευτήκαν(ε), προμηθεύθηκαν, προμηθευθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα προμηθεύω ➤ | θα προμηθεύσω / προμηθέψω ➤ | θα προμηθεύομαι ➤ | θα προμηθευτώ / προμηθευθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα προμηθεύεις, … | θα προμηθεύσεις / προμηθέψεις, … | θα προμηθεύεσαι, … | θα προμηθευτείς / προμηθευθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … προμηθεύσει / προμηθέψει | έχω, έχεις, … προμηθευτεί / προμηθευθεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … προμηθεύσει / προμηθέψει | είχα, είχες, … προμηθευτεί / προμηθευθεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … προμηθεύσει / προμηθέψει | θα έχω, θα έχεις, … προμηθευτεί / προμηθευθεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | προμήθευε | προμήθευσε, προμήθεψε / προμήθευ' 1 | — | προμηθεύσου, προμηθέψου |
2 pl | προμηθεύετε | προμηθεύστε, προμηθέψτε / προμηθεύτε2 | προμηθεύεστε | προμηθευτείτε, προμηθευθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | προμηθεύοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας προμηθεύσει / προμηθέψει ➤ | [προμηθευμένος, ‑η, ‑o] ➤ | ||
Nonfinite form➤ | προμηθεύσει, προμηθέψει | προμηθευτεί, προμηθευθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. προμήθευ' τον ("provide him!"). 2. Colloquial. • Forms with -ευσ-, -ευθ- are more formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
See also
- The ancient adjective προμηθής (promēthḗs, “forethinking, provident”) and verb μανθάνω (manthánō, “learn”).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.