προγραμματίζω
Greek
Verb
προγραμματίζω • (programmatízo) (past προγραμμάτισα, passive προγραμματίζομαι)
Conjugation
προγραμματίζω προγραμματίζομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | προγραμματίζω | προγραμματίσω | προγραμματίζομαι | προγραμματιστώ |
2 sg | προγραμματίζεις | προγραμματίσεις | προγραμματίζεσαι | προγραμματιστείς |
3 sg | προγραμματίζει | προγραμματίσει | προγραμματίζεται | προγραμματιστεί |
1 pl | προγραμματίζουμε, [‑ομε] | προγραμματίσουμε, [‑ομε] | προγραμματιζόμαστε | προγραμματιστούμε |
2 pl | προγραμματίζετε | προγραμματίσετε | προγραμματίζεστε, προγραμματιζόσαστε | προγραμματιστείτε |
3 pl | προγραμματίζουν(ε) | προγραμματίσουν(ε) | προγραμματίζονται | προγραμματιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | προγραμμάτιζα | προγραμμάτισα | προγραμματιζόμουν(α) | προγραμματίστηκα, προγραμματίσθηκα |
2 sg | προγραμμάτιζες | προγραμμάτισες | προγραμματιζόσουν(α) | προγραμματίστηκες, προγραμματίσθηκες |
3 sg | προγραμμάτιζε | προγραμμάτισε | προγραμματιζόταν(ε) | προγραμματίστηκε, προγραμματίσθηκε |
1 pl | προγραμματίζαμε | προγραμματίσαμε | προγραμματιζόμασταν, (‑όμαστε) | προγραμματιστήκαμε |
2 pl | προγραμματίζατε | προγραμματίσατε | προγραμματιζόσασταν, (‑όσαστε) | προγραμματιστήκατε |
3 pl | προγραμμάτιζαν, προγραμματίζαν(ε) | προγραμμάτισαν, προγραμματίσαν(ε) | προγραμματίζονταν, (προγραμματιζόντουσαν) | προγραμματίστηκαν, προγραμματιστήκαν(ε), προγραμματίσθηκαν |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα προγραμματίζω ➤ | θα προγραμματίσω ➤ | θα προγραμματίζομαι ➤ | θα προγραμματιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα προγραμματίζεις, … | θα προγραμματίσεις, … | θα προγραμματίζεσαι, … | θα προγραμματιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … προγραμματίσει έχω, έχεις, … προγραμματισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … προγραμματιστεί είμαι, είσαι, … προγραμματισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … προγραμματίσει είχα, είχες, … προγραμματισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … προγραμματιστεί ήμουν, ήσουν, … προγραμματισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … προγραμματίσει θα έχω, θα έχεις, … προγραμματισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … προγραμματιστεί θα είμαι, θα είσαι, … προγραμματισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | προγραμμάτιζε | προγραμμάτισε | — | προγραμματίσου |
2 pl | προγραμματίζετε | προγραμματίστε | προγραμματίζεστε | προγραμματιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | προγραμματίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας προγραμματίσει ➤ | προγραμματισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | προγραμματίσει | προγραμματιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.