παρακολουθώ
See also: παρακολουθῶ
Greek
Alternative forms
- παρακολουθάω (parakoloutháo) (colloquial variant)
Pronunciation
- IPA(key): /pa.ɾa.ko.luˈθo/
- Hyphenation: πα‧ρα‧κο‧λου‧θώ
Verb
παρακολουθώ • (parakolouthó) (past παρακολούθησα, passive παρακολουθούμαι, p‑past παρακολουθήθηκα, ppp παρακολουθημένος)
Conjugation
παρακολουθώ, παρακολουθούμαι - παρακολουθάω, παρακολουθιέμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | παρακολουθώ - παρακολουθάω1 | παρακολουθήσω | παρακολουθούμαι - παρακολουθιέμαι1 | παρακολουθηθώ |
2 sg | παρακολουθείς - παρακολουθάς | παρακολουθήσεις | παρακολουθείσαι - παρακολουθιέσαι | παρακολουθηθείς |
3 sg | παρακολουθεί - παρακολουθάει | παρακολουθήσει | παρακολουθείται - παρακολουθιέται | παρακολουθηθεί |
1 pl | παρακολουθούμε - παρακολουθάμε | παρακολουθήσουμε, [-ομε] | παρακολουθούμαστε - παρακολουθιόμαστε | παρακολουθηθούμε |
2 pl | παρακολουθείτε - παρακολουθάτε | παρακολουθήσετε | παρακολουθείστε, {παρακολουθείσθε} - παρακολουθιέστε, (‑ιόσαστε) | παρακολουθηθείτε |
3 pl | παρακολουθούν(ε) - παρακολουθάνε, παρακολουθάν | παρακολουθήσουν(ε) | παρακολουθούνται - παρακολουθιούνται, (‑ιόνται) | παρακολουθηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | παρακολουθούσα - παρακολούθαγα | παρακολούθησα | [παρακολουθούμουν]2 - παρακολουθιόμουν(α) | παρακολουθήθηκα |
2 sg | παρακολουθούσες - παρακολούθαγες | παρακολούθησες | [παρακολουθούσουν] - παρακολουθιόσουν(α) | παρακολουθήθηκες |
3 sg | παρακολουθούσε - παρακολούθαγε | παρακολούθησε | παρακολουθούνταν -παρακολουθιόταν(ε) | παρακολουθήθηκε |
1 pl | παρακολουθούσαμε - παρακολουθάγαμε | παρακολουθήσαμε | παρακολουθούμασταν, (‑ούμαστε) - παρακολουθιόμασταν, (‑ιόμαστε) | παρακολουθηθήκαμε |
2 pl | παρακολουθούσατε - παρακολουθάγατε | παρακολουθήσατε | [παρακολουθούσασταν, (‑ούσαστε)]2 - παρακολουθιόσασταν, (‑ιόσαστε) | παρακολουθηθήκατε |
3 pl | παρακολουθούσαν(ε) - παρακολούθαγαν, παρακολουθάγανε | παρακολούθησαν, παρακολουθήσαν(ε) | παρακολουθούνταν - παρακολουθιόνταν(ε), παρακολουθιόντουσαν, παρακολουθιούνταν | παρακολουθήθηκαν, παρακολουθηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα παρακολουθώ - θα παρακολουθάω ➤ | θα παρακολουθήσω ➤ | θα παρακολουθούμαι - παρακολουθιέμαι ➤ | θα παρακολουθηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα παρακολουθείς - παρακολουθάς, … | θα παρακολουθήσεις, … | θα παρακολουθείσαι - παρακολουθιέσαι, … | θα παρακολουθηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … παρακολουθήσει έχω, έχεις, … παρακολουθημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … παρακολουθηθεί είμαι, είσαι, … παρακολουθημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … παρακολουθήσει είχα, είχες, … παρακολουθημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … παρακολουθηθεί ήμουν, ήσουν, … παρακολουθημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … παρακολουθήσει θα έχω, θα έχεις, … παρακολουθημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … παρακολουθηθεί θα είμαι, θα είσαι, … παρακολουθημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | παρακολούθα, παρακολούθαγε | παρακολούθησε, παρακολούθα | — | παρακολουθήσου |
2 pl | παρακολουθείτε - παρακολουθάτε | παρακολουθήστε | παρακολουθείστε - παρακολουθιέστε | παρακολουθηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | παρακολουθώντας ➤ | παρακολουθούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας παρακολουθήσει ➤ | παρακολουθημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | παρακολουθήσει | παρακολουθηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. This verb conjugates as 2nd Conjugation Class B (with -είς, -ούμαι endings) and colloquially as Class A (with -α, -ιέμαι endings). 2. The forms -ούμουν(α), -ούσουν(α), -ούσασταν are unusual • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- παρακολούθημα n (parakoloúthima)
- παρακολούθηση f (parakoloúthisi)
- and see: ακολουθώ (akolouthó, “follow, pursue”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.