κοιτάω

Greek

Alternative forms

Pronunciation

  • IPA(key): /ciˈta.o/
  • Hyphenation: κοι‧τά‧ω

Verb

κοιτάω • (koitáo) / κοιτώ (past κοίταξα, passive κοιτιέμαι, ppast κοιτάχτηκα, ppp κοιταγμένος)

  1. to look at
  2. to look after
  3. to examine, look over

Conjugation

  • κοίταγμα n (koítagma)
Compounds
  • αγριοκοιτάω/αγριοκοιτώ (agriokoitáo/agriokoitó), αγριοκοιτάζω (agriokoitázo)
  • γλυκοκοιτάω/γλυκοκοιτώ (glykokoitáo/glykokoitó), γλυκοκοιτάζω (glykokoitázo)
  • καλοκοιτάω/καλοκοιτώ (kalokoitáo/kalokoitó), καλοκοιτάζω (kalokoitázo)
  • κρυφοκοιτάω/κρυφοκοιτώ (kryfokoitáo/kryfokoitó), κρυφοκοιτάζω (kryfokoitázo)
  • λοξοκοιτάω/λοξοκοιτώ (loxokoitáo/loxokoitó), λξοξοκοιτάζω (lxoxokoitázo)
  • ξανακοιτάω/ξανακοιτώ (xanakoitáo/xanakoitó), ξανακοιτάζω (xanakoitázo)
  • ξενοκοιτάω/ξενοκοιτώ (xenokoitáo/xenokoitó), ξενοκοιτάζω (xenokoitázo)
  • στραβοκοιτάω/στραβοκοιτώ (stravokoitáo/stravokoitó), στραβοκοιτάζω (stravokoitázo)
  • συχνοκοιτάω/συχνοκοιτώ (sychnokoitáo/sychnokoitó), συχνοκοιτάζω (sychnokoitázo)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.