θλιμμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of θλίβομαι (thlívomai), passive voice of θλίβω. Inherited from Byzantine Greek unattested *θλιμμένος, as in adverb θλιμμένα (thlimména). Compare to Ancient Greek τεθλιμμένος (tethlimménos).
Pronunciation
- IPA(key): /θliˈme.nos/
- Hyphenation: θλιμ‧μέ‧νος
Participle
θλιμμένος • (thlimménos) m (feminine θλιμμένη, neuter θλιμμένο)
- feeling sad, sorrowful, grieved
- Είναι πάντοτε θλιμμένος από τότε που πέθανε η γυναίκα του.
- Eínai pántote thlimménos apó tóte pou péthane i gynaíka tou.
- He is always sad since his wife died.
- showing sadness, gloomy
- Με κοίταξε μ' ένα θλιμμένο χαμόγελο.
- Me koítaxe m' éna thlimméno chamógelo.
- She looked at me with a sad smile.
- Έπαιζε στο πιάνο θλιμμένες μελωδίες.
- Épaize sto piáno thlimménes melodíes.
- She was playing sad melodies on the piano.
- ο θλιμμένος στίχος ― o thlimménos stíchos ― the sad verse
- τα θλιμμένα μάτια ― ta thlimména mátia ― the sad eyes
Declension
Declension of θλιμμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θλιμμένος • | θλιμμένη • | θλιμμένο • | θλιμμένοι • | θλιμμένες • | θλιμμένα • |
genitive | θλιμμένου • | θλιμμένης • | θλιμμένου • | θλιμμένων • | θλιμμένων • | θλιμμένων • |
accusative | θλιμμένο • | θλιμμένη • | θλιμμένο • | θλιμμένους • | θλιμμένες • | θλιμμένα • |
vocative | θλιμμένε • | θλιμμένη • | θλιμμένο • | θλιμμένοι • | θλιμμένες • | θλιμμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θλιμμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θλιμμένος, etc.) |
Synonyms
- (feeling sad):
- λυπημένος (lypiménos)
- στενοχωρημένος (stenochoriménos), στεναχωρημένος (stenachoriménos)
- (showing sadness):
- λυπητερός (lypiterós)
- also θλιβερός (thliverós)
Antonyms
- χαρούμενος (charoúmenos, “happy”)
Derived terms
- θλιμμένα (thlimména, adverb)
Related terms
Further reading
- θλιμμένος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.