εξολοθρεύω
See also: ἐξολοθρεύω and ἐξολεθρεύω
Greek
Alternative forms
- ξολοθρεύω (xolothrévo) (colloquial)
Pronunciation
- IPA(key): /e.kso.loˈθɾe.vo/
- Hyphenation: ε‧ξο‧λο‧θρεύ‧ω
- Old Hyphenation: εξ‧ο‧λο‧θρεύ‧ω
Conjugation
εξολοθρεύω εξολοθρεύομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εξολοθρεύω | εξολοθρεύσω, εξολοθρέψω1 | εξολοθρεύομαι | εξολοθρευτώ, εξολοθρευθώ |
2 sg | εξολοθρεύεις | εξολοθρεύσεις, εξολοθρέψεις | εξολοθρεύεσαι | εξολοθρευτείς, εξολοθρευθείς |
3 sg | εξολοθρεύει | εξολοθρεύσει, εξολοθρέψει | εξολοθρεύεται | εξολοθρευτεί, εξολοθρευθεί |
1 pl | εξολοθρεύουμε, [‑ομε] | εξολοθρεύσουμε, [‑ομε], εξολοθρέψουμε, [‑ομε] | εξολοθρευόμαστε | εξολοθρευτούμε, εξολοθρευθούμε |
2 pl | εξολοθρεύετε | εξολοθρεύσετε, εξολοθρέψετε | εξολοθρεύεστε, εξολοθρευόσαστε | εξολοθρευτείτε, εξολοθρευθείτε |
3 pl | εξολοθρεύουν(ε) | εξολοθρεύσουν(ε), εξολοθρέψουν(ε) | εξολοθρεύονται | εξολοθρευτούν(ε), εξολοθρευθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εξολόθρευα | εξολόθρευσα, εξολόθρεψα1 | εξολοθρευόμουν(α) | εξολοθρεύτηκα, εξολοθρεύθηκα |
2 sg | εξολόθρευες | εξολόθρευσες, εξολόθρεψες | εξολοθρευόσουν(α) | εξολοθρεύτηκες, εξολοθρεύθηκες |
3 sg | εξολόθρευε | εξολόθρευσε, εξολόθρεψε | εξολοθρευόταν(ε) | εξολοθρεύτηκε, εξολοθρεύθηκε |
1 pl | εξολοθρεύαμε | εξολοθρεύσαμε, εξολοθρέψαμε | εξολοθρευόμασταν, (‑όμαστε) | εξολοθρευτήκαμε, εξολοθρευθήκαμε |
2 pl | εξολοθρεύατε | εξολοθρεύσατε, εξολοθρέψατε | εξολοθρευόσασταν, (‑όσαστε) | εξολοθρευτήκατε, εξολοθρευθήκατε |
3 pl | εξολόθρευαν, εξολοθρεύαν(ε) | εξολόθρευσαν, εξολοθρεύσαν(ε), εξολόθρεψαν | εξολοθρεύονταν, (εξολοθρευόντουσαν) | εξολοθρεύτηκαν, εξολοθρευτήκαν(ε), εξολοθρεύθηκαν, εξολοθρευθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εξολοθρεύω ➤ | θα εξολοθρεύσω / εξολοθρέψω ➤ | θα εξολοθρεύομαι ➤ | θα εξολοθρευτώ / εξολοθρευθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εξολοθρεύεις, … | θα εξολοθρεύσεις / εξολοθρέψεις, … | θα εξολοθρεύεσαι, … | θα εξολοθρευτείς / εξολοθρευθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εξολοθρεύσει / εξολοθρέψει έχω, έχεις, … εξολοθρευμένο, ‑η, ‑ο / εξολοθρεμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εξολοθρευτεί / εξολοθρευθεί είμαι, είσαι, … εξολοθρευμένος, ‑η, ‑ο / εξολοθρεμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εξολοθρεύσει / εξολοθρέψει είχα, είχες, … εξολοθρευμένο, ‑η, ‑ο / εξολοθρεμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εξολοθρευτεί / εξολοθρευθεί ήμουν, ήσουν, … εξολοθρευμένος, ‑η, ‑ο / εξολοθρεμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εξολοθρεύσει / εξολοθρέψει θα έχω, θα έχεις, … εξολοθρευμένο, ‑η, ‑ο / εξολοθρεμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εξολοθρευτεί / εξολοθρευθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξολοθρευμένος, ‑η, ‑ο / εξολοθρεμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | εξολόθρευε | εξολόθρευσε, εξολόθρεψε / εξολόθρευ' 2 | — | εξολοθρεύσου, εξολοθρέψου |
2 pl | εξολοθρεύετε | απογοητεύστε, εξολοθρέψτε / εξολοθρεύτε3 | εξολοθρεύεστε | εξολοθρευτείτε, εξολοθρευθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εξολοθρεύοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εξολοθρεύσει / εξολοθρέψει ➤ | εξολοθρευμένος, ‑η, ‑ο / εξολοθρεμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εξολοθρεύσει, εξολοθρέψει | εξολοθρευτεί, εξολοθρευθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The active colloquial forms with < ψ > are less common. 2. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. εξολόθρευ' τον ("exterminate him!"). 3. Colloquial. • Passive forms with -ευθ- are more formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- αξολόθρευτος (axolóthreftos, “inexterminable”)
- εξολόθρεμα n (exolóthrema, “extermination”) (not formal)
- εξολοθρεμός m (exolothremós, “extermination”) (literary)
- εξολόθρευση f (exolóthrefsi, “extermination”)
- εξολοθρευτής m (exolothreftís, “exterminator”)
- εξολοθρευτικός (exolothreftikós, “exterminating”)
- and see: όλεθρος m (ólethros, “calamity”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.