ενεργοποιώ
Greek
Etymology
From ενεργ(ός) (energ(ós), “active”) + -ο- (infix) + -ποιώ (“to make”). Attested in 1850, free translation or calque of English activate[1] or French activer.[2]
Pronunciation
- IPA(key): /enerɣopiˈo/
- Hyphenation: ε‧νερ‧γο‧ποι‧ώ
Verb
ενεργοποιώ • (energopoió) (past ενεργοποίησα)
Conjugation
ενεργοποιώ, ενεργοποιούμαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | ενεργοποιώ | ενεργοποιήσω | ενεργοποιούμαι | ενεργοποιηθώ |
2 sg | ενεργοποιείς | ενεργοποιήσεις | ενεργοποιείσαι | ενεργοποιηθείς |
3 sg | ενεργοποιεί | ενεργοποιήσει | ενεργοποιείται | ενεργοποιηθεί |
1 pl | ενεργοποιούμε | ενεργοποιήσουμε, [-ομε] | ενεργοποιούμαστε, ενεργοποιόμαστε | ενεργοποιηθούμε |
2 pl | ενεργοποιείτε | ενεργοποιήσετε | ενεργοποιείστε, (ενεργοποιόσαστε) | ενεργοποιηθείτε |
3 pl | ενεργοποιούν(ε) | ενεργοποιήσουν(ε) | ενεργοποιούνται | ενεργοποιηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | ενεργοποιούσα | ενεργοποίησα | ενεργοποιούμουν(α), ενεργοποιόμουν(α) | ενεργοποιήθηκα |
2 sg | ενεργοποιούσες | ενεργοποίησες | [ενεργοποιούσουν(α)], ενεργοποιόσουν(α) | ενεργοποιήθηκες |
3 sg | ενεργοποιούσε | ενεργοποίησε | ενεργοποιούνταν, ενεργοποιόταν(ε), {ενεργοποιείτο} | ενεργοποιήθηκε |
1 pl | ενεργοποιούσαμε | ενεργοποιήσαμε | ενεργοποιούμασταν, (‑ούμαστε), ενεργοποιόμασταν, (‑όμαστε) | ενεργοποιηθήκαμε |
2 pl | ενεργοποιούσατε | ενεργοποιήσατε | [ενεργοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], ενεργοποιόσασταν, (‑όσαστε) | ενεργοποιηθήκατε |
3 pl | ενεργοποιούσαν(ε) | ενεργοποίησαν, ενεργοποιήσαν(ε) | ενεργοποιούνταν, ενεργοποιόνταν(ε), (ενεργοποιόντουσαν), {ενεργοποιούντο} | ενεργοποιήθηκαν, ενεργοποιηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα ενεργοποιώ ➤ | θα ενεργοποιήσω ➤ | θα ενεργοποιούμαι ➤ | θα ενεργοποιηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα ενεργοποιείς, … | θα ενεργοποιήσεις, … | θα ενεργοποιείσαι, … | θα ενεργοποιηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … ενεργοποιήσει έχω, έχεις, … ενεργοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … ενεργοποιηθεί είμαι, είσαι, … ενεργοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … ενεργοποιήσει είχα, είχες, … ενεργοποιημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … ενεργοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … ενεργοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … ενεργοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … ενεργοποιημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … ενεργοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … ενεργοποιημένος , ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | ενεργοποίησε | — | ενεργοποιήσου |
2 pl | ενεργοποιείτε | ενεργοποιήστε | ενεργοποιείστε | ενεργοποιηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | ενεργοποιώντας ➤ | ενεργοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας ενεργοποιήσει ➤ | ενεργοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | ενεργοποιήσει | ενεργοποιηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Synonyms
- βάζω μπρος (vázo bros, “turn on”) (colloquial)
- εκκινώ (ekkinó, “put into action”)
For devices: switch on
Antonyms
- απενεργοποιώ (apenergopoió, “deactivate”)
Related terms
- ενεργοποιημένος (energopoiiménos, participle)
- ενεργοποίηση f (energopoíisi, “activation”)
- and see: ενέργεια f (enérgeia, “energy”)
References
- ενεργοποιώ - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
- ενεργοποιώ - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.