ελευθερία

Greek

FWOTD – 25 March 2021

Alternative forms

Etymology

Learned borrowing from Ancient Greek ἐλευθερία (eleuthería).[1] Compare the inherited λευτεριά (lefteriá).

Pronunciation

  • IPA(key): /e.le.fθeˈɾi.a/
  • Hyphenation: ε‧λευ‧θε‧ρί‧α

Noun

ελευθερία • (elefthería) f (plural ελευθερίες)

  1. freedom, liberty
    • 2008, The Constitution of Greece, Part Two, Article 5, Paragraph 3:
      Η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη.
      I prosopikí elefthería eínai aparavíasti.
      Personal liberty is inviolable.
    • 2015, Αργύρης Ματακιάς, Δοκίμια Εκθέσεων,Pelekanos Books (publ.), page 268.
      Ο Ε. Π. Παπανούτσος, χωρίς να απορρίπτει βέβαια τις άλλες μορφές ελευθερίας (πολιτική, νομική), στέκεται περισσότερο σε κάποια μορφή ελευθερίας που διατηρεί μια εσωστρέφεια, μια εσωτερικότητα.
      O E. P. Papanoútsos, chorís na aporríptei vévaia tis álles morfés eleftherías (politikí, nomikí), stéketai perissótero se kápoia morfí eleftherías pou diatireí mia esostréfeia, mia esoterikótita.
      (please add an English translation of this quotation)
    Synonym: λευτεριά (lefteriá)
    Antonym: ανελευθερία (anelefthería)
    Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας.
    Káthe prósopo échei dikaíoma stin elefthería sképsis, syneídisis kai thriskeías.
    Everyone has the right to freedom of thought, conscience and religion.

Declension

Stem ελευθερ-
  • ανελευθερία f (anelefthería, lack of freedom)
  • ανελεύθερος (aneléftheros, despotic)
  • ελεύθερη αγορά f (eléftheri agorá, free market)
  • ελευθεριάζω (eleftheriázo, to take liberties)
  • ελευθέριος (elefthérios, liberal)
  • ελευθεριότητα f (eleftheriótita, liberality)
  • ελεύθερο n (eléfthero, authorisation, freestyle)
  • ελεύθερος (eléftheros, free, unmarried)
  • ελεύθερος χρόνος m (eléftheros chrónos, free time)
  • ελευθεροστομία f (eleftherostomía, outspokenness)
  • ελευθερόστομος (eleftheróstomos, outspoken)
  • ελευθεροτεκτονισμός m (eleftherotektonismós, freemasonry)
  • ελευθεροτυπία f (eleftherotypía, free press)
  • ελευθεροφροσύνη (eleftherofrosýni, freethinking)
  • ελευθερόφρων (eleftherófron, liberal)
  • ελευθερώνομαι (eleftherónomai, to give birth)
  • ελευθερώνω (eleftheróno, to free, to liberate)
  • ελευθέρωση f (elefthérosi, liberation)
  • ελευθερωτής m (eleftherotís, liberator)
  • ελευθερώτρια f (eleftherótria, liberator)

Stem λευτερ- see λεύτερος (léfteros, free) (colloquial, literature)

References

  1. ελευθερία - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.

Further reading

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.