ανελεύθερος
Greek
Adjective
ανελεύθερος • (aneléftheros) m (feminine ανελεύθερη, neuter ανελεύθερο)
- tyrannical, despotic, servile
- Synonym: δουλικός (doulikós)
Declension
Declension of ανελεύθερος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ανελεύθερος • | ανελεύθερη • | ανελεύθερο • | ανελεύθεροι • | ανελεύθερες • | ανελεύθερα • |
genitive | ανελεύθερου • | ανελεύθερης • | ανελεύθερου • | ανελεύθερων • | ανελεύθερων • | ανελεύθερων • |
accusative | ανελεύθερο • | ανελεύθερη • | ανελεύθερο • | ανελεύθερους • | ανελεύθερες • | ανελεύθερα • |
vocative | ανελεύθερε • | ανελεύθερη • | ανελεύθερο • | ανελεύθεροι • | ανελεύθερες • | ανελεύθερα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανελεύθερος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανελεύθερος, etc.) |
Related terms
- ανελευθερία f (anelefthería, “tyranny”)
- and see: ελευθερία f (elefthería, “freedom”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.