ελευθεροτεκτονισμός
Greek
Declension
ελευθεροτεκτονισμός
case \ number | singular |
---|---|
nominative | ελευθεροτεκτονισμός • |
genitive | ελευθεροτεκτονισμού • |
accusative | ελευθεροτεκτονισμό • |
vocative | ελευθεροτεκτονισμέ • |
Synonyms
- τεκτονισμός m (tektonismós)
Related terms
- see: ελευθερία f (elefthería, “freedom”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.