εγκαταλείπω
See also: ἐγκαταλείπω
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἐγκαταλείπω. Morphologically, (εν-) εγ- (“in”) + κατα- (“totally”) + λείπω (“leave”).
Pronunciation
- IPA(key): /eŋ.ɡa.taˈli.po̞/
- Hyphenation: εγ‧κα‧τα‧λεί‧πω
Conjugation
εγκαταλείπω εγκαταλείπομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εγκαταλείπω | εγκαταλείψω | εγκαταλείπομαι | εγκαταλειφθώ, εγκαταλειφτώ |
2 sg | εγκαταλείπεις | εγκαταλείψεις | εγκαταλείπεσαι | εγκαταλειφθείς, εγκαταλειφτείς |
3 sg | εγκαταλείπει | εγκαταλείψει | εγκαταλείπεται | εγκαταλειφθεί, εγκαταλειφτεί |
1 pl | εγκαταλείπουμε, [‑ομε] | εγκαταλείψουμε, [‑ομε] | εγκαταλειπόμαστε | εγκαταλειφθούμε, εγκαταλειφτούμε |
2 pl | εγκαταλείπετε | εγκαταλείψετε | εγκαταλείπεστε, εγκαταλειπόσαστε | εγκαταλειφθείτε, εγκαταλειφτείτε |
3 pl | εγκαταλείπουν(ε) | εγκαταλείψουν(ε) | εγκαταλείπονται | εγκαταλειφθούν(ε), εγκαταλειφτούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εγκατέλειπα | εγκατέλειψα | εγκαταλειπόμουν(α) | εγκαταλείφθηκα, εγκαταλείφτηκα |
2 sg | εγκατέλειπες | εγκατέλειψες | εγκαταλειπόσουν(α) | εγκαταλείφθηκες, εγκαταλείφτηκες |
3 sg | εγκατέλειπε | εγκατέλειψε | εγκαταλειπόταν(ε) | εγκαταλείφθηκε, εγκαταλείφτηκε |
1 pl | εγκαταλείπαμε | εγκαταλείψαμε | εγκαταλειπόμασταν, (‑όμαστε) | εγκαταλειφθήκαμε, εγκαταλειφτήκαμε |
2 pl | εγκαταλείπατε | εγκαταλείψατε | εγκαταλειπόσασταν, (‑όσαστε) | εγκαταλειφθήκατε, εγκαταλειφτήκατε |
3 pl | εγκατέλειπαν, εγκαταλείπαν(ε) | εγκατέλειψαν, εγκαταλείψαν(ε) | εγκαταλείπονταν, (εγκαταλειπόντουσαν) | εγκαταλείφθηκαν, εγκαταλειφθήκαν(ε), εγκαταλείφτηκαν, εγκαταλειφτήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εγκαταλείπω ➤ | θα εγκαταλείψω ➤ | θα εγκαταλείπομαι ➤ | θα εγκαταλειφθώ / εγκαταλειφτώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εγκαταλείπεις, … | θα εγκαταλείψεις, … | θα εγκαταλείπεσαι, … | θα εγκαταλειφθείς / εγκαταλειφτείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εγκαταλείψει έχω, έχεις, … εγκατελελειμμένο, ‑η, ‑ο / εγκαταλειμμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εγκαταλειφθεί / εγκαταλειφτεί είμαι, είσαι, … εγκατελελειμμένος, ‑η, ‑ο / εγκαταλειμμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εγκαταλείψει είχα, είχες, … εγκατελελειμμένο, ‑η, ‑ο / εγκαταλειμμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εγκαταλειφθεί / εγκαταλειφτεί ήμουν, ήσουν, … εγκατελελειμμένος, ‑η, ‑ο / εγκαταλειμμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εγκαταλείψει θα έχω, θα έχεις, … εγκατελελειμμένο, ‑η, ‑ο / εγκαταλειμμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εγκαταλειφθεί / εγκαταλειφτεί θα είμαι, θα είσαι, … εγκατελελειμμένος, ‑η, ‑ο / εγκαταλειμμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | (εγκατάλειπε) | (εγκατάλειψε) | — | εγκαταλείψου |
2 pl | εγκαταλείπετε | εγκαταλείψτε | εγκαταλείπεστε | εγκαταλειφθείτε, εγκαταλειφτείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εγκαταλείποντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εγκαταλείψει ➤ | {εγκαταλελειμμένος, ‑η, ‑o} (εγκαταλειμμένος, ‑η, ‑o) ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εγκαταλείψει | εγκαταλειφθεί, εγκαταλειφτεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- εγκατάλειψη f (egkatáleipsi, “abandonment”)
- εγκαταλελειμμένος (egkataleleimménos, “abandoned”, participle)
- and see: λείπω (leípo, “I am absent”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.