διαπληκτίζομαι
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ðia.pliˈkti.zo.me/
- Hyphenation: δι‧α‧πλη‧κτί‧ζο‧μαι
Verb
διαπληκτίζομαι • (diapliktízomai) deponent (past διαπληκτίστηκα/διαπληκτίσθηκα)
- to have it out, quarrel, bicker, fight (have a verbal dispute)
- Διαπληκτιζόντουσαν πολλή ώρα πριν από το διαζύγιο.
- Diapliktizóntousan pollí óra prin apó to diazýgio.
- They were quarrelling quite a lot before the divorce.
Conjugation
διαπληκτίζομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | διαπληκτίζομαι | διαπληκτιστώ, διαπληκτισθώ |
2 sg | διαπληκτίζεσαι | διαπληκτιστείς, διαπληκτισθείς |
3 sg | διαπληκτίζεται | διαπληκτιστεί, διαπληκτισθεί |
1 pl | διαπληκτιζόμαστε | διαπληκτιστούμε, διαπληκτισθούμε |
2 pl | διαπληκτίζεστε, διαπληκτιζόσαστε | διαπληκτιστείτε, διαπληκτισθείτε |
3 pl | διαπληκτίζονται | διαπληκτιστούν(ε), διαπληκτισθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | διαπληκτιζόμουν(α) | διαπληκτίστηκα, διαπληκτίσθηκα |
2 sg | διαπληκτιζόσουν(α) | διαπληκτίστηκες, διαπληκτίσθηκες |
3 sg | διαπληκτιζόταν(ε) | διαπληκτίστηκε, διαπληκτίσθηκε |
1 pl | διαπληκτιζόμασταν, (‑όμαστε) | διαπληκτιστήκαμε, διαπληκτισθήκαμε |
2 pl | διαπληκτιζόσασταν, (‑όσαστε) | διαπληκτιστήκατε, διαπληκτισθήκατε |
3 pl | διαπληκτίζονταν, (διαπληκτιζόντουσαν) | διαπληκτίστηκαν, διαπληκτιστήκαν(ε), διαπληκτίσθηκαν, διαπληκτισθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα διαπληκτίζομαι ➤ | θα διαπληκτιστώ / διαπληκτισθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διαπληκτίζεσαι, … | θα διαπληκτιστείς / διαπληκτισθείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διαπληκτιστεί / διαπληκτισθεί | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διαπληκτιστεί / διαπληκτισθεί | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διαπληκτιστεί / διαπληκτισθεί | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | διαπληκτίσου |
2 pl | διαπληκτίζεστε | διαπληκτιστείτε, διαπληκτισθείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | — | |
Perfect participle ➤ | — | |
Nonfinite form ➤ | διαπληκτιστεί, διαπληκτισθεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
• Forms with -σθ- are formal. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Related terms
- διαπληκτισμός m (diapliktismós)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.