βροντοχτυπάω
Greek
Alternative forms
- βροντοχτυπώ (vrontochtypó)
Pronunciation
- IPA(key): /vɾondoxtiˈpao/
- Hyphenation: βρο‧ντο‧χτυ‧πά‧ω
Verb
βροντοχτυπάω • (vrontochtypáo) / βροντοχτυπώ (imperfect βροντοχτυπούσα/βροντοχτύπαγα, past βροντοχτύπησα, passive —)
- (transitive, intransitive) to bang, clack, hit (make a loud and bothersome noise)
- 1968, “Η Δουλειά Κάνει Τους Άντρες [Hard Work Makes The Man]”, in Manos Eleutheriou (lyrics), Manos Loïzos (music), Ο σταθμός [The Station], performed by Dimitris Efstathiou:
- Μη βροντοχτυπάς τις χάντρες,
η δουλειά κάνει τους άντρες.- Mi vrontochtypás tis chántres,
i douleiá kánei tous ántres. - Don't clack the beads,
Hard work makes the man.
- Mi vrontochtypás tis chántres,
Conjugation
βροντοχτυπάω / βροντοχτυπώ (active forms only)
Active voice ➤ | ||||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | ||
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | ||
1 sg | βροντοχτυπάω, βροντοχτυπώ | βροντοχτυπήσω | ||
2 sg | βροντοχτυπάς | βροντοχτυπήσεις | ||
3 sg | βροντοχτυπάει, βροντοχτυπά | βροντοχτυπήσει | ||
1 pl | βροντοχτυπάμε, βροντοχτυπούμε | βροντοχτυπήσουμε, [‑ομε] | ||
2 pl | βροντοχτυπάτε | βροντοχτυπήσετε | ||
3 pl | βροντοχτυπάνε, βροντοχτυπάν, βροντοχτυπούν(ε) | βροντοχτυπήσουν(ε) | ||
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | ||
1 sg | βροντοχτυπούσα, βροντοχτύπαγα | βροντοχτύπησα | ||
2 sg | βροντοχτυπούσες, βροντοχτύπαγες | βροντοχτύπησες | ||
3 sg | βροντοχτυπούσε, βροντοχτύπαγε | βροντοχτύπησε | ||
1 pl | βροντοχτυπούσαμε, βροντοχτυπάγαμε | βροντοχτυπήσαμε | ||
2 pl | βροντοχτυπούσατε, βροντοχτυπάγατε | βροντοχτυπήσατε | ||
3 pl | βροντοχτυπούσαν(ε), βροντοχτύπαγαν, (βροντοχτυπάγανε) | βροντοχτύπησαν, βροντοχτυπήσαν(ε) | ||
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | ||
1 sg | θα βροντοχτυπάω, θα βροντοχτυπώ ➤ | θα βροντοχτυπήσω ➤ | ||
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα βροντοχτυπάς, … | θα βροντοχτυπήσεις, … | ||
Perfect aspect ➤ | ||||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … βροντοχτυπήσει έχω, έχεις, … βροντοχτυπημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
είμαι, είσαι, … βροντοχτυπημένος, ‑η, ‑ο ➤ (also passive voice) | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … βροντοχτυπήσει είχα, είχες, … βροντοχτυπημένο, ‑η, ‑ο |
ήμουν, ήσουν, … βροντοχτυπημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … βροντοχτυπήσει θα έχω, θα έχεις, … βροντοχτυπημένο, ‑η, ‑ο |
θα είμαι, θα είσαι, … βροντοχτυπημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | ||
2 sg | βροντοχτύπα, βροντοχτύπαγε | βροντοχτύπησε, βροντοχτύπα | ||
2 pl | βροντοχτυπάτε | βροντοχτυπήστε | ||
Other forms | ||||
Active present participle ➤ | βροντοχτυπώντας ➤ | |||
Active perfect participle ➤ | έχοντας βροντοχτυπήσει ➤ | |||
Passive perfect participle ➤ | — | |||
Nonfinite form ➤ | βροντοχτυπήσει | |||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.