βραχυκυκλώνω
Greek
Etymology
From βραχυ- (vrachy-, “short, small”) + κυκλώνω (kyklóno, “circuit”), calque of English short circuit.
Pronunciation
- IPA(key): /vɾaçiciˈklono/
- Hyphenation: βρα‧χυ‧κυ‧κλώ‧νω
Verb
βραχυκυκλώνω • (vrachykyklóno) (past βραχυκύκλωσα, passive βραχυκυκλώνομαι)
- (electricity) to short circuit
Conjugation
βραχυκυκλώνω βραχυκυκλώνομαι
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | βραχυκυκλώνω | βραχυκυκλώσω | βραχυκυκλώνομαι | βραχυκυκλωθώ |
2 sg | βραχυκυκλώνεις | βραχυκυκλώσεις | βραχυκυκλώνεσαι | βραχυκυκλωθείς |
3 sg | βραχυκυκλώνει | βραχυκυκλώσει | βραχυκυκλώνεται | βραχυκυκλωθεί |
1 pl | βραχυκυκλώνουμε, [‑ομε] | βραχυκυκλώσουμε, [‑ομε] | βραχυκυκλωνόμαστε | βραχυκυκλωθούμε |
2 pl | βραχυκυκλώνετε | βραχυκυκλώσετε | βραχυκυκλώνεστε, βραχυκυκλωνόσαστε | βραχυκυκλωθείτε |
3 pl | βραχυκυκλώνουν(ε) | βραχυκυκλώσουν(ε) | βραχυκυκλώνονται | βραχυκυκλωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | βραχυκύκλωνα | βραχυκύκλωσα | βραχυκυκλωνόμουν(α) | βραχυκυκλώθηκα |
2 sg | βραχυκύκλωνες | βραχυκύκλωσες | βραχυκυκλωνόσουν(α) | βραχυκυκλώθηκες |
3 sg | βραχυκύκλωνε | βραχυκύκλωσε | βραχυκυκλωνόταν(ε) | βραχυκυκλώθηκε |
1 pl | βραχυκυκλώναμε | βραχυκυκλώσαμε | βραχυκυκλωνόμασταν, (‑όμαστε) | βραχυκυκλωθήκαμε |
2 pl | βραχυκυκλώνατε | βραχυκυκλώσατε | βραχυκυκλωνόσασταν, (‑όσαστε) | βραχυκυκλωθήκατε |
3 pl | βραχυκύκλωναν, βραχυκυκλώναν(ε) | βραχυκύκλωσαν, βραχυκυκλώσαν(ε) | βραχυκυκλώνονταν, (βραχυκυκλωνόντουσαν) | βραχυκυκλώθηκαν, βραχυκυκλωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα βραχυκυκλώνω ➤ | θα βραχυκυκλώσω ➤ | θα βραχυκυκλώνομαι ➤ | θα βραχυκυκλωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα βραχυκυκλώνεις, … | θα βραχυκυκλώσεις, … | θα βραχυκυκλώνεσαι, … | θα βραχυκυκλωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … βραχυκυκλώσει έχω, έχεις, … βραχυκυκλωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … βραχυκυκλωθεί είμαι, είσαι, … βραχυκυκλωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … βραχυκυκλώσει είχα, είχες, … βραχυκυκλωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … βραχυκυκλωθεί ήμουν, ήσουν, … βραχυκυκλωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … βραχυκυκλώσει θα έχω, θα έχεις, … βραχυκυκλωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … βραχυκυκλωθεί θα είμαι, θα είσαι, … βραχυκυκλωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | βραχυκύκλωνε | βραχυκύκλωσε | — | βραχυκυκλώσου |
2 pl | βραχυκυκλώνετε | βραχυκυκλώστε | βραχυκυκλώνεστε | βραχυκυκλωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | βραχυκυκλώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας βραχυκυκλώσει ➤ | βραχυκυκλωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | βραχυκυκλώσει | βραχυκυκλωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Related terms
- βραχυκύκλωμα n (vrachykýkloma, “short circuit”)
- and see: κύκλος m (kýklos, “circle”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.